πρέσβις: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<span class="bld">2</span><i>adj. f.</i><br />âgée, vieille.<br />'''Étymologie:''' [[πρέσβυς]]. | |btext=<span class="bld">2</span><i>adj. f.</i><br />âgée, vieille.<br />'''Étymologie:''' [[πρέσβυς]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πρέσβις -εως, ἡ [πρέσβυς] ouderdom. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρέσβις:'''<br /><b class="num">I</b> ἡ (только acc. sing. πρέσβιν) старшинство или старость: κατὰ πρέσβιν HH, Plat. по старшинству.<br /><b class="num">II</b> ἡ старуха Aesop. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πρέσβις:''' ἡ, ποιητ. αντί [[πρεσβεία]], [[ηλικία]], <i>κατὰ πρέσβιν</i>, σύμφωνα με την [[ηλικία]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. | |lsmtext='''πρέσβις:''' ἡ, ποιητ. αντί [[πρεσβεία]], [[ηλικία]], <i>κατὰ πρέσβιν</i>, σύμφωνα με την [[ηλικία]], σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πρέσβις''': ὁ, μεταγεν. [[τύπος]] τοῦ [[πρέσβυς]], [[πρεσβευτής]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 93, Σουΐδ., κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πρέσβις]], ιος, ἡ, [poetic for [[πρεσβεία]]<br />age, κατὰ πρέσβιν according to age, Hhymn., Plat. | |mdlsjtxt=[[πρέσβις]], ιος, ἡ, [poetic for [[πρεσβεία]]<br />age, κατὰ πρέσβιν according to age, Hhymn., Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 2 October 2022
English (LSJ)
(A), εως, ὁ, A ambassador, πρέσβις οὐ τύπτεται οὐδὲ ὑβρίζεται Prov. ap. Sch.Il.4.394; alleged as the word of which πρέσβεως (Ar.Ach.93) is gen., Choerob. in Theod.1.233, Sch.Ar.l.c., Suid.
πρέσβ-ις (B), εως, ἡ, poet. for πρεσβεία, A age, κατὰ πρέσβιν according to age, h. Merc.431, Pl.Lg.855d, etc. II aged woman, v.l. for πρεσβῦτις in Aesop.107b (pp.182,183 Chambry). 2 ambassadress, Ael. ap. Eust.738.62.
German (Pape)
[Seite 698] ἡ, die Alte. Schäf. ad Aesop. 107. ἡ, poet. = πρεσβεία, das Alter; κατὰ πρέσβιν, nach dem Alter, H. h. Merc. 431 (wo die v.l. πρέσβην), wie Plat. Legg. IX, 855 d, ὁ δικαστὴς ἑξῆς κατὰ πρέσβιν ἱζέσθω. ὁ, = πρεσβευτής, der Gesandte, nur in einer lakon. Inschrift.
French (Bailly abrégé)
2adj. f.
âgée, vieille.
Étymologie: πρέσβυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρέσβις -εως, ἡ [πρέσβυς] ouderdom.
Russian (Dvoretsky)
πρέσβις:
I ἡ (только acc. sing. πρέσβιν) старшинство или старость: κατὰ πρέσβιν HH, Plat. по старшинству.
II ἡ старуха Aesop.
Greek Monolingual
(I)
-εως, Α
πρεσβευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγν. τ. του πρέσβυς, κατά τα ουσ. σε -ις, -εως].
(II)
-εως, ἡ, Α
1. ηλικία («κατά πρέσβιν» — κατά την ηλικία, Ύμν. Ερμ.)
2. ηλικιωμένη γυναίκα, γριά («γυνὴ πρέσβις τοὺς ὀφθαλμοὺς νοσοῦσα», Αίσωπ.)
3. η σύζυγος του πρέσβεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς + επίθημα -ις].
Greek Monotonic
πρέσβις: ἡ, ποιητ. αντί πρεσβεία, ηλικία, κατὰ πρέσβιν, σύμφωνα με την ηλικία, σε Ομηρ. Ύμν., Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
πρέσβις: ὁ, μεταγεν. τύπος τοῦ πρέσβυς, πρεσβευτής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 93, Σουΐδ., κλπ.
Middle Liddell
πρέσβις, ιος, ἡ, [poetic for πρεσβεία
age, κατὰ πρέσβιν according to age, Hhymn., Plat.