προμαρτύρομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=attester d'avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μαρτύρομαι]].
|btext=attester d'avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μαρτύρομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προμαρτύρομαι''': [], ἀποθ., μαρτυρῶ [[προηγουμένως]], Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 11.
|elnltext=προμαρτύρομαι [προμάρτυς] tevoren getuigenis afleggen.
}}
{{elru
|elrutext='''προμαρτύρομαι:''' () предвозвещать, предрекать (τι NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''προμαρτύρομαι:''' [ῡ], αποθ., είμαι [[μάρτυρας]], [[μαρτυρώ]] εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''προμαρτύρομαι:''' [ῡ], αποθ., είμαι [[μάρτυρας]], [[μαρτυρώ]] εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προμαρτύρομαι:''' () предвозвещать, предрекать (τι NT).
|lstext='''προμαρτύρομαι''': [], ἀποθ., μαρτυρῶ [[προηγουμένως]], Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 11.
}}
{{elnl
|elnltext=προμαρτύρομαι [προμάρτυς] tevoren getuigenis afleggen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμαρτύρομαι Medium diacritics: προμαρτύρομαι Low diacritics: προμαρτύρομαι Capitals: ΠΡΟΜΑΡΤΥΡΟΜΑΙ
Transliteration A: promartýromai Transliteration B: promartyromai Transliteration C: promartyromai Beta Code: promartu/romai

English (LSJ)

[ῡ], bear witness to beforehand, τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα 1 Ep.Pet.1.11.

German (Pape)

[Seite 733] dep. med., vorher zeugen, N. T.

French (Bailly abrégé)

attester d'avance.
Étymologie: πρό, μαρτύρομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προμαρτύρομαι [προμάρτυς] tevoren getuigenis afleggen.

Russian (Dvoretsky)

προμαρτύρομαι: (ῡ) предвозвещать, предрекать (τι NT).

English (Strong)

from πρό and μαρτύρομαι; to be a witness in advance i.e. predict: testify beforehand.

English (Thayer)

1. antetestor (in the old lexicons).
2. to testify beforehand, i. e. to make known by prediction: Basil of Seleucia, 32a. (Migne vol. lxxxv.) and) by Theodorus Metochita (c. 75, misc., p. 504) — a writer of the 1300-1399> fourteenth century.

Greek Monolingual

ΜΑ
δηλώνω με μαρτυρία προηγουμένως («τὸ ἐν αὐτοῖς Πνεῡμα Χριστοῦ προμαρτυρόμενον τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα», ΚΔ.)
μσν.
διαμαρτύρομαι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + μαρτύρομαι «διαμαρτύρομαι»].

Greek Monotonic

προμαρτύρομαι: [ῡ], αποθ., είμαι μάρτυρας, μαρτυρώ εκ των προτέρων, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

προμαρτύρομαι: [ῡ], ἀποθ., μαρτυρῶ προηγουμένως, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 11.

Middle Liddell


Dep. to witness beforehand, NTest.

Chinese

原文音譯:promartÚromai 普羅-馬而替羅買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:以前-印證
字義溯源:預先證明,預先見證;由(πρό)*=前)與(μαρτύρομαι)=傳召作證)組成;而 (μαρτύρομαι)出自(μάρτυς / πρωτόμαρτυς)*=見證)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 預先證明(1) 彼前1:11