προδρομή: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />course en avant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δραμεῖν]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />course en avant.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[δραμεῖν]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προδρομή''': , τὸ τρέχειν πρὸς τὰ ἐμπρός, προὔτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ἢ [[τρία]] βήματα... ἐφ’ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ [[δέκα]] ἅμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο Ξεν. Ἀν. 4. 7, 10· μεταφορ., αἱ σαὶ πρ. τοῦ λόγου, αἱ ζωηραὶ ἔφοδοι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Α.
|elnltext=προδρομή -ῆς, ἡ [πρόδρομος] snelle uitval; overdr.. χαίρειν ἐάσας τὰς σὰς προδρομὰς τοῦ λόγου jouw uitvallen in het debat laat ik rusten Plat. Alc.1. 114a.
}}
{{elru
|elrutext='''προδρομή:''' ἡ (про)бег, вылазка Xen.: αἱ προδρομαὶ τοῦ λόγου Plat. словесные уловки или реплики.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προδρομή:''' ἡ, [[τρέξιμο]] προς τα [[εμπρός]], [[χτύπημα]], ξαφνική [[έφοδος]], σε Ξεν.
|lsmtext='''προδρομή:''' ἡ, [[τρέξιμο]] προς τα [[εμπρός]], [[χτύπημα]], ξαφνική [[έφοδος]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προδρομή:''' ἡ (про)бег, вылазка Xen.: αἱ προδρομαὶ τοῦ λόγου Plat. словесные уловки или реплики.
|lstext='''προδρομή''': ἡ, τὸ τρέχειν πρὸς τὰ ἐμπρός, προὔτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ἢ [[τρία]] βήματα... ἐφ’ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ [[δέκα]] ἅμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο Ξεν. Ἀν. 4. 7, 10· μεταφορ., αἱ σαὶ πρ. τοῦ λόγου, αἱ ζωηραὶ ἔφοδοι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Α.
}}
{{elnl
|elnltext=προδρομή -ῆς, ἡ [πρόδρομος] snelle uitval; overdr.. χαίρειν ἐάσας τὰς σὰς προδρομὰς τοῦ λόγου jouw uitvallen in het debat laat ik rusten Plat. Alc.1. 114a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προδρομή]], ἡ, [from προδρᾰμεῖν aor2 inf. of [[προτρέχω]]<br />a [[running]] [[forward]], a [[sally]], [[sudden]] [[attack]], Xen.
|mdlsjtxt=[[προδρομή]], ἡ, [from προδρᾰμεῖν aor2 inf. of [[προτρέχω]]<br />a [[running]] [[forward]], a [[sally]], [[sudden]] [[attack]], Xen.
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδρομή Medium diacritics: προδρομή Low diacritics: προδρομή Capitals: ΠΡΟΔΡΟΜΗ
Transliteration A: prodromḗ Transliteration B: prodromē Transliteration C: prodromi Beta Code: prodromh/

English (LSJ)

ἡ, running forward: sally, sudden attack, X.An.4.7.10: metaph., αἱ σαὶ π. τοῦ λόγου your lively sallies, Pl.Alc.1.114a.

German (Pape)

[Seite 717] ἡ, das Vorlaufen, Xen. An. 4, 7, 10; λόγου, Plat. Alc. I, 114 a.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
course en avant.
Étymologie: πρό, δραμεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προδρομή -ῆς, ἡ [πρόδρομος] snelle uitval; overdr.. χαίρειν ἐάσας τὰς σὰς προδρομὰς τοῦ λόγου jouw uitvallen in het debat laat ik rusten Plat. Alc.1. 114a.

Russian (Dvoretsky)

προδρομή: ἡ (про)бег, вылазка Xen.: αἱ προδρομαὶ τοῦ λόγου Plat. словесные уловки или реплики.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. το να τρέχει κανείς προς τα εμπρός
2. (κατ' επέκτ.) αιφνίδια επίθεση, έφοδος («προύτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ή τρία βήματα... ἐφ' ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέονδέκα ἄμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο», Ξεν.)
3. μτφ. ζωηρή φραστική επίθεση, έντονο ξέσπασμα με λόγια («τὰς σὰς προδρομὰς τοῦ λόγου», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + δρομή (< δραμεῖν, απρμφ. αορ. του τρέχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δρεμ- (πρβλ. ἔδραμον, που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα), πρβλ. ἐπι-δρομή, παρα-δρομή].

Greek Monotonic

προδρομή: ἡ, τρέξιμο προς τα εμπρός, χτύπημα, ξαφνική έφοδος, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

προδρομή: ἡ, τὸ τρέχειν πρὸς τὰ ἐμπρός, προὔτρεχεν ἀπὸ τοῦ δένδρου... δύο ἢ τρία βήματα... ἐφ’ ἑκάστης δὲ προδρομῆς πλέον ἢ δέκα ἅμαξαι πετρῶν ἀνηλίσκοντο Ξεν. Ἀν. 4. 7, 10· μεταφορ., αἱ σαὶ πρ. τοῦ λόγου, αἱ ζωηραὶ ἔφοδοι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 114Α.

Middle Liddell

προδρομή, ἡ, [from προδρᾰμεῖν aor2 inf. of προτρέχω
a running forward, a sally, sudden attack, Xen.