προσφερής: Difference between revisions
Ὁ θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ής, ές :<br />qui se rapporte à, qui a quelque rapport avec, semblable à, τινι;<br /><i>Cp.</i> προσφερέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[προσφέρω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui se rapporte à, qui a quelque rapport avec, semblable à, τινι;<br /><i>Cp.</i> προσφερέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[προσφέρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προσ-φερής -ές [προσφέρω] gelijkend op, met dat.:; ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν gelijkend op droombeelden Aeschl. Ag. 1218; ἵνα μηδὲν εἴην ἔτι γυναικὶ προσφερής om te zorgen dat ik in niets meer op een vrouw leek Aristoph. Eccl. 67; met gen.. πατέρος... προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαί de glans in hun ogen, lijkend op (die van) hun vader Eur. HF 131. voordelig, nuttig; met dat.. τοῖσι σοῖσι πρήγμασι προσφερέστερον meer in jouw belang Hdt. 5.111.3. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσφερής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сходный]], [[схожий]], [[похожий]] (τινι Her., Aesch., Arph., Thuc., редко τινος Eur.): προσφερέστερον [[δέμας]] Eur. разительное внешнее сходство;<br /><b class="num">2)</b> [[подходящий]], [[выгодный]], [[полезный]] (τινι Her. - [[varia lectio|v.l.]] [[προφερής]]). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προσφερής:''' -ές ([[προσφέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται κοντά, αυτός που πλησιάζει· μεταφ., πανομιότυπος, όμοιος, [[παρόμοιος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ [[σῶμα]] προσφερὲς τῇ ψυχῇ, σε Πλάτ.· [[σπανίως]] με γεν., <i>πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων</i>, σε Ευρ.· πρβλ. [[ἐμφερής]].<br /><b class="num">II.</b> = [[πρόσφορος]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''προσφερής:''' -ές ([[προσφέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που βρίσκεται κοντά, αυτός που πλησιάζει· μεταφ., πανομιότυπος, όμοιος, [[παρόμοιος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ [[σῶμα]] προσφερὲς τῇ ψυχῇ, σε Πλάτ.· [[σπανίως]] με γεν., <i>πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων</i>, σε Ευρ.· πρβλ. [[ἐμφερής]].<br /><b class="num">II.</b> = [[πρόσφορος]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], <i>τινι</i>, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσφερής''': -ές, ([[προσφέρω]]) ὁ πλησίον φερόμενος, πλησιάζων. [[ὅθεν]] μεταφορ., [[ὅμοιος]], τινι Ἡρόδ. 2. 105., 4. 33, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1218, Χο. 176, Εὐρ. Ἑλ. 591, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 67, Θουκ. 1. 49, κλτ.· προσφερέστατοι αὐτῇ Πλάτ. Τίμ. 24D· τὸ [[σῶμα]] προσφερὲς τῇ ψυχῇ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 494Β, πρβλ. Φίληβ. 51D· προσφερέστερον [[δέμας]] Εὐρ. Ἐλ. 559· - σπανίως μετὰ γενικ., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 132. - Ἐπίρρ. -ρῶς. Πλούτ. 2. 898Ε, κτλ.· - πρβλ. [[ἐμφερής]], [[προσεμφερής]], [[προσφέρω]] Β. Ι. 5. ΙΙ. = [[πρόσφορος]], [[συντελεστικός]], [[χρήσιμος]], τινι Ἡρόδ. 5. 111 (διάφορ. γραφ. προφερέστερον). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:51, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, (προσφέρω) A similar, like, c. dat., Hdt.2.105, 4.33, A. Ag.1218, Ch.176, E.Hel.591, Ar.Ec.67, Th.1.49, etc.; προσφερέστατοι [τῇ θεῷ] ἄνδρες Pl.Ti.24d; τὸ σῶμα προσφερὴς τῇ ψυχῇ Id.R.494b, cf. Phlb.51d; βίος οἴνῳ π. Antiph.240; προσφερέστερον δέμας E.Hel.559: rarely c. gen., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαι Id.HF131 (lyr.). Adv. προσφερῶς, c. dat., Placit.4.4.4, etc. II = πρόσφορος, conducive, useful, τινι Hdt.5.111 (v.l. προφερέστερον).
German (Pape)
[Seite 785] ές, hinzu, nahe gebracht, nahe kommend, ähnlich; ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν, Aesch. Ag. 1191; αὐτοῖσιν ἡμῖν κάρτα προσφερὴς ἰδεῖν, Ch. 174; νυκτὶ προσφερεῖς κόρας, Eur. Or. 408; Hel. 597 u. öfter; Ar. Eccl. 67; u. in Prosa: Her. 2, 105. 4, 33; Thuc. 1, 49; Plat. Phil. 51 d Rep. X, 616 b u. öfter; wie Sp., z. B. Luc. Icaro- men. 2. – Bei Her. 5, 111 als v.l. προσφερέστατος, = προσφορώτατος, zuträglich.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui se rapporte à, qui a quelque rapport avec, semblable à, τινι;
Cp. προσφερέστερος.
Étymologie: προσφέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-φερής -ές [προσφέρω] gelijkend op, met dat.:; ὀνείρων προσφερεῖς μορφώμασιν gelijkend op droombeelden Aeschl. Ag. 1218; ἵνα μηδὲν εἴην ἔτι γυναικὶ προσφερής om te zorgen dat ik in niets meer op een vrouw leek Aristoph. Eccl. 67; met gen.. πατέρος... προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαί de glans in hun ogen, lijkend op (die van) hun vader Eur. HF 131. voordelig, nuttig; met dat.. τοῖσι σοῖσι πρήγμασι προσφερέστερον meer in jouw belang Hdt. 5.111.3.
Russian (Dvoretsky)
προσφερής:
1) сходный, схожий, похожий (τινι Her., Aesch., Arph., Thuc., редко τινος Eur.): προσφερέστερον δέμας Eur. разительное внешнее сходство;
2) подходящий, выгодный, полезный (τινι Her. - v.l. προφερής).
Greek Monolingual
-ές, Α
1. παρεμφερής, παρόμοιος («εἴπω περὶ τῶν Κολχῶν, ὡς Αἰγυπτίοισι προσφερέες εἰσί», Ηρόδ.).
επίρρ...
προσφερῶς Α
κατά τρόπο παρεμφερή, παρομοίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -φερής (< φέρω), πρβλ. περι-φερής].
Greek Monotonic
προσφερής: -ές (προσφέρω),
I. αυτός που βρίσκεται κοντά, αυτός που πλησιάζει· μεταφ., πανομιότυπος, όμοιος, παρόμοιος, τινι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· τὸ σῶμα προσφερὲς τῇ ψυχῇ, σε Πλάτ.· σπανίως με γεν., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων, σε Ευρ.· πρβλ. ἐμφερής.
II. = πρόσφορος, χρήσιμος, ωφέλιμος, τινι, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
προσφερής: -ές, (προσφέρω) ὁ πλησίον φερόμενος, πλησιάζων. ὅθεν μεταφορ., ὅμοιος, τινι Ἡρόδ. 2. 105., 4. 33, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1218, Χο. 176, Εὐρ. Ἑλ. 591, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 67, Θουκ. 1. 49, κλτ.· προσφερέστατοι αὐτῇ Πλάτ. Τίμ. 24D· τὸ σῶμα προσφερὲς τῇ ψυχῇ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 494Β, πρβλ. Φίληβ. 51D· προσφερέστερον δέμας Εὐρ. Ἐλ. 559· - σπανίως μετὰ γενικ., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων αὐγαὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 132. - Ἐπίρρ. -ρῶς. Πλούτ. 2. 898Ε, κτλ.· - πρβλ. ἐμφερής, προσεμφερής, προσφέρω Β. Ι. 5. ΙΙ. = πρόσφορος, συντελεστικός, χρήσιμος, τινι Ἡρόδ. 5. 111 (διάφορ. γραφ. προφερέστερον).
Middle Liddell
προσφερής, ές προσφέρω
I. brought near, approaching: metaph. resembling, similar, τινι Hdt., Aesch., etc.; τὸ σῶμα προσφερὴς τῇ ψυχῇ Plat.:—rarely c. gen., πατρὸς προσφερεῖς ὀμμάτων Eur.; cf. ἐμφερής.
II. = πρόσφορος, serviceable, τινι Hdt.