προσκυνητής: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />adorateur.<br />'''Étymologie:''' [[προσκυνέω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />adorateur.<br />'''Étymologie:''' [[προσκυνέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσκῠνητής''': -οῦ, ὁ, προσκυνῶν, λατρεύων, Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 4474. 51.
|elnltext=προσκυνητής -οῦ, ὁ [προσκυνέω] aanbidder.
}}
{{elru
|elrutext='''προσκῠνητής:''' οῦ ὁ благоговейный почитатель, поклонник NT.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''προσκῠνητής:''' -οῦ, ὁ, [[πιστός]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''προσκῠνητής:''' -οῦ, ὁ, [[πιστός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσκῠνητής:''' οῦ ὁ благоговейный почитатель, поклонник NT.
|lstext='''προσκῠνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ προσκυνῶν, λατρεύων, Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 4474. 51.
}}
{{elnl
|elnltext=προσκυνητής -οῦ, ὁ [προσκυνέω] aanbidder.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκῠνητής Medium diacritics: προσκυνητής Low diacritics: προσκυνητής Capitals: ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ
Transliteration A: proskynētḗs Transliteration B: proskynētēs Transliteration C: proskynitis Beta Code: proskunhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, worshipper, Ev.Jo.4.23, OGI262.21 (Baetocaece, iii A.D.), Procop.Aed. 5.7.

German (Pape)

[Seite 771] ὁ, der Verehrer, Anbeter, Inscr.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
adorateur.
Étymologie: προσκυνέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσκυνητής -οῦ, ὁ [προσκυνέω] aanbidder.

Russian (Dvoretsky)

προσκῠνητής: οῦ ὁ благоговейный почитатель, поклонник NT.

English (Strong)

from προσκυνέω; an adorer: worshipper.

English (Thayer)

προσκυνητου, ὁ (προσκυνέω), a worshipper: John 4:23. (Inscriptions; (ecclesiastical and) Byzantine writings.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, τ. θηλ. προσκυνήτρια και προσκυνήτρα, Ν προσκυνῶ
πιστός που αποδίδει ευλαβή λατρεία και τιμή, ιδίως προς το θείο, αυτός που προσκυνά
νεοελλ.
1. πιστός που μεταβαίνει σε ιερό τόπο για προσκύνημα
2. συνεκδ. λάτρηςσήμερα του ήλιου ο κόσμος όλος είναι / προσκυνητής, ερωτευτής», Παλαμ.).

Greek Monotonic

προσκῠνητής: -οῦ, ὁ, πιστός, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

προσκῠνητής: -οῦ, ὁ, ὁ προσκυνῶν, λατρεύων, Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 23, Συλλ. Ἐπιγρ. 4474. 51.

Middle Liddell

προσκῠνητής, οῦ, ὁ, [from προσκῠνέω]
a worshipper, NTest.

Chinese

原文音譯:proskunht»j 普羅士-去尼帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向前-繁多(傾)(者)
字義溯源:俯伏敬拜者,敬拜者;源自(προσκυνέω)=乞憐或蹲伏);由(πρός)=向著)或與(κύων)=如狗舔主人的手*)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 敬拜者(1) 約4:23