πυργηδόν: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>adv.</i><br />en forme de tour, <i>càd</i> en masse compacte.<br />'''Étymologie:''' [[πύργος]], -δον.
|btext=<i>adv.</i><br />en forme de tour, <i>càd</i> en masse compacte.<br />'''Étymologie:''' [[πύργος]], -δον.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πυργηδόν''': Ἐπίρρ., ὁμοίως πρὸς πύργον· - ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ συμπεπυκνωμένας φάλαγγας, ἐν πυκνῇ παρατάξει, πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες, δηλ. δίκην πύργου συντάξαντες, ἢ ἀρηρότες κατὰ πύργον, Ἰλ. Μ. 43., Ν. 152, Ο. 618· ἴδε [[πύργος]] ΙΙ. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[πυργηδόν]], κατὰ τάξιν».
|elnltext=πυργηδόν [πύργος] adv., in gesloten formatie, met gesloten gelederen.
}}
{{elru
|elrutext='''πυργηδόν:''' adv. в виде башни, т. е. четырехугольной колонной (ἀρηρότες Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πυργηδόν:''' επίρρ., όμοια με πύργο· λέγεται για στρατιώτες, σε σχηματισμό [[φάλαγγας]], σε πυκνή [[παράταξη]], σε Ομήρ. Ιλ.· βλ. [[πύργος]] II.
|lsmtext='''πυργηδόν:''' επίρρ., όμοια με πύργο· λέγεται για στρατιώτες, σε σχηματισμό [[φάλαγγας]], σε πυκνή [[παράταξη]], σε Ομήρ. Ιλ.· βλ. [[πύργος]] II.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πυργηδόν:''' adv. в виде башни, т. е. четырехугольной колонной (ἀρηρότες Hom.).
|lstext='''πυργηδόν''': Ἐπίρρ., ὁμοίως πρὸς πύργον· - ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ συμπεπυκνωμένας φάλαγγας, ἐν πυκνῇ παρατάξει, πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες, δηλ. δίκην πύργου συντάξαντες, ἢ ἀρηρότες κατὰ πύργον, Ἰλ. Μ. 43., Ν. 152, Ο. 618· ἴδε [[πύργος]] ΙΙ. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[πυργηδόν]], κατὰ τάξιν».
}}
{{elnl
|elnltext=πυργηδόν [πύργος] adv., in gesloten formatie, met gesloten gelederen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />like a [[tower]]:—of soldiers, in columns, in [[close]] [[array]], Il.: v. [[πύργος]] II.
|mdlsjtxt=<br />like a [[tower]]:—of soldiers, in columns, in [[close]] [[array]], Il.: v. [[πύργος]] II.
}}
}}

Revision as of 21:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πυργηδόν Medium diacritics: πυργηδόν Low diacritics: πυργηδόν Capitals: ΠΥΡΓΗΔΟΝ
Transliteration A: pyrgēdón Transliteration B: pyrgēdon Transliteration C: pyrgidon Beta Code: purghdo/n

English (LSJ)

Adv. towerwise, Aret.SD2.13; of soldiers, in masses or columns, in close array, Il.12.43, 13.152, 15.618, D.H.6.33; also of clouds, Nonn.D.32.76.

German (Pape)

[Seite 820] thurmweise, bei Hom. in viereckiger Schlachtordnung, in geschlossenen Gliedern, οἱ δέ τε πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες Il. 12, 43, πυργηδὸν ἀρηρότες 15, 618, vgl. 13, 152.

French (Bailly abrégé)

adv.
en forme de tour, càd en masse compacte.
Étymologie: πύργος, -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυργηδόν [πύργος] adv., in gesloten formatie, met gesloten gelederen.

Russian (Dvoretsky)

πυργηδόν: adv. в виде башни, т. е. четырехугольной колонной (ἀρηρότες Hom.).

English (Autenrieth)

adv., like a tower, ‘in solid masses.’ (Il.)

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ.
1. σε σχήμα πύργου, σαν πύργος
2. (για στρατιώτες) σε πυκνή παράταξη
3. (για τα σύννεφα) σε μεγάλη συμπύκνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].

Greek Monotonic

πυργηδόν: επίρρ., όμοια με πύργο· λέγεται για στρατιώτες, σε σχηματισμό φάλαγγας, σε πυκνή παράταξη, σε Ομήρ. Ιλ.· βλ. πύργος II.

Greek (Liddell-Scott)

πυργηδόν: Ἐπίρρ., ὁμοίως πρὸς πύργον· - ἐπὶ στρατιωτῶν, κατὰ συμπεπυκνωμένας φάλαγγας, ἐν πυκνῇ παρατάξει, πυργηδὸν σφέας αὐτοὺς ἀρτύναντες, δηλ. δίκην πύργου συντάξαντες, ἢ ἀρηρότες κατὰ πύργον, Ἰλ. Μ. 43., Ν. 152, Ο. 618· ἴδε πύργος ΙΙ. - Κατὰ Σουΐδ.: «πυργηδόν, κατὰ τάξιν».

Middle Liddell


like a tower:—of soldiers, in columns, in close array, Il.: v. πύργος II.