σφυγμώδης: Difference between revisions
ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ης, ες:<br />qui bat comme le pouls.<br />'''Étymologie:''' [[σφυγμός]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />qui bat comme le pouls.<br />'''Étymologie:''' [[σφυγμός]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σφυγμώδης -ες [σφυγμός] hevig kloppend (van een ontstoken wond). Hp. Fract. 25. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σφυγμώδης:''' [[пульсообразный]], [[пульсирующий]] ([[κίνησις]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''σφυγμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που είναι όμοιος με σφυγμό, με παλμό, σε Αριστ. | |lsmtext='''σφυγμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που είναι όμοιος με σφυγμό, με παλμό, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σφυγμώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς σφυγμόν, Ἀριστ. περὶ Πνεύμ. 4, 8, Γαλην. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σφυγμ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like the [[pulse]], Arist. | |mdlsjtxt=σφυγμ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like the [[pulse]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ες, like the pulse, Arist.Spir.483a11, v.l. in Hp.Art.40. Adv. -δῶς Anon.Lond.29.6, Gal.10.334.
German (Pape)
[Seite 1052] ες, mit heftigen Pulsschlägen, mit Wallungen im Blute verbunden, oder sie hervorbringend, Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui bat comme le pouls.
Étymologie: σφυγμός, -ωδης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφυγμώδης -ες [σφυγμός] hevig kloppend (van een ontstoken wond). Hp. Fract. 25.
Russian (Dvoretsky)
σφυγμώδης: пульсообразный, пульсирующий (κίνησις Arst.).
Greek Monolingual
-ες / σφυγμώδης, -ῶδες, ΝΑ σφυγμός
νεοελλ.
1. αυτός που έχει πολλούς σφυγμούς
2. φρ. «σφυγμώδες κενοτόπιο»
βιολ. ωσμωρυθμιστικό κυτταρικό οργανίδιο, με τη μορφή παλλόμενης κύστης, συνήθως σφαιρικής, που απαντά στα πρωτόζωα του γλυκού νερού και σε κατώτερα μετάζωα, όπως είναι οι σπόγγοι και τα υδρόζωα, και το οποίο συγκεντρώνει την περίσσεια νερού από το πρωτόπλασμα και περιοδικά το αδειάζει στο περιβάλλον, αλλ. συσταλτό κενοτόπιο
αρχ.
όμοιος με σφυγμό, παλμώδης.
επίρρ...
σφυγμωδῶς Α
όπως ο σφυγμός, με παλμικές κινήσεις.
Greek Monotonic
σφυγμώδης: -ες (εἶδος), αυτός που είναι όμοιος με σφυγμό, με παλμό, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
σφυγμώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς σφυγμόν, Ἀριστ. περὶ Πνεύμ. 4, 8, Γαλην.