ψυχρότης: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>I.</b> froid;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> froideur, sang-froid;<br /><b>2</b> froideur, indifférence.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχρός]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br /><b>I.</b> froid;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> froideur, sang-froid;<br /><b>2</b> froideur, indifférence.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχρός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=ψυχρότης -ητος, ἡ [ψυχρός] koude, kou; overdr. smakeloosheid; luiheid:. καί μου... μηδεμίαν ψυχρότητα καταγνῷ μηδείς laat niemand mij voor smakeloosheid veroordelen Dem. 18.256. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψυχρότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. [[холод]] Plat., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[холодность]], [[равнодушие]], [[вялость]], Dem., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ψυχρότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ψυχρότητα]], [[κρύο]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, [[ψυχρότητα]] στην [[καρδιά]], [[έλλειψη]] θερμών αισθημάτων, σε Δημ.· [[νωθρότητα]], [[αδράνεια]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ψυχρότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ψυχρότητα]], [[κρύο]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, [[ψυχρότητα]] στην [[καρδιά]], [[έλλειψη]] θερμών αισθημάτων, σε Δημ.· [[νωθρότητα]], [[αδράνεια]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''ψυχρότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ψυχρὰ [[κατάστασις]], ἀντίθετον τῷ [[θερμότης]], Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 437Ε· τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ [[στυγνότης]] Πολύβ. 4. 21, 1· πληθ. ψυχρότητες, τὰ κρύα, οἱ παγετοί, Πλούτ. 2. 704Β. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσώπων, ψυχρὰ [[διάθεσις]], [[ἔλλειψις]] θερμότητος αἰσθημάτων, Δημ. 312. 15· [[ἀδράνεια]], [[νωθρότης]], Πλουτ. Φάβ. 17. 2) ἐπὶ φράσεων ὑπερβολικῶν καὶ ἐξωγκωμένων ἢ ψυχρῶν, Λογγῖν. 3. 4. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, A coldness, cold, opp. θερμότης, Hp.VM16, Pl.R.437e; ἡ τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ στυγνότης Plb.4.21.1: pl. ψυχρότητες chills, frosts, Plu.2.701b. II metaph. of persons, want of feeling, bad taste, D.18.256: sluggishness, Plu.Fab.17. 2 of exaggerated, glittering phrases and the like, frigidity, Longin.3.4, Agatharch.21, Demetr.Eloc.6, al.
German (Pape)
[Seite 1405] ητος, ἡ, 1) Kälte, Frost, Kühlung, Plat. Rep. IV, 437 e. – 2) übertr., das Frostige, Leere, Läppische in Ausdrücken, Reden, – 3) frostiges Wesen, Gleichgültigkeit, Kaltsinn, μή μου ψυχρότητα μηδεμίαν καταγνῷ μηδείς Dem. 18, 256; auch Ungunst, Unguade, Sp.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
I. froid;
II. fig. 1 froideur, sang-froid;
2 froideur, indifférence.
Étymologie: ψυχρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψυχρότης -ητος, ἡ [ψυχρός] koude, kou; overdr. smakeloosheid; luiheid:. καί μου... μηδεμίαν ψυχρότητα καταγνῷ μηδείς laat niemand mij voor smakeloosheid veroordelen Dem. 18.256.
Russian (Dvoretsky)
ψυχρότης: ητος ἡ
1) тж. pl. холод Plat., Polyb., Plut.;
2) холодность, равнодушие, вялость, Dem., Plut.
Greek Monotonic
ψυχρότης: -ητος, ἡ,
I. ψυχρότητα, κρύο, σε Πλάτ.
II. μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, ψυχρότητα στην καρδιά, έλλειψη θερμών αισθημάτων, σε Δημ.· νωθρότητα, αδράνεια, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
ψυχρότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ψυχρὰ κατάστασις, ἀντίθετον τῷ θερμότης, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 437Ε· τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ στυγνότης Πολύβ. 4. 21, 1· πληθ. ψυχρότητες, τὰ κρύα, οἱ παγετοί, Πλούτ. 2. 704Β. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσώπων, ψυχρὰ διάθεσις, ἔλλειψις θερμότητος αἰσθημάτων, Δημ. 312. 15· ἀδράνεια, νωθρότης, Πλουτ. Φάβ. 17. 2) ἐπὶ φράσεων ὑπερβολικῶν καὶ ἐξωγκωμένων ἢ ψυχρῶν, Λογγῖν. 3. 4.
Middle Liddell
ψυχρότης, ητος, ἡ,
I. coldness, cold, Plat.
II. metaph. of persons, coldness of heart, Dem.: sluggishness, Plut.