ψυχρότης: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>I.</b> froid;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> froideur, sang-froid;<br /><b>2</b> froideur, indifférence.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχρός]].
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>I.</b> froid;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> froideur, sang-froid;<br /><b>2</b> froideur, indifférence.<br />'''Étymologie:''' [[ψυχρός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψυχρότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ψυχρὰ [[κατάστασις]], ἀντίθετον τῷ [[θερμότης]], Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 437Ε· τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ [[στυγνότης]] Πολύβ. 4. 21, 1· πληθ. ψυχρότητες, τὰ κρύα, οἱ παγετοί, Πλούτ. 2. 704Β. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσώπων, ψυχρὰ [[διάθεσις]], [[ἔλλειψις]] θερμότητος αἰσθημάτων, Δημ. 312. 15· [[ἀδράνεια]], [[νωθρότης]], Πλουτ. Φάβ. 17. 2) ἐπὶ φράσεων ὑπερβολικῶν καὶ ἐξωγκωμένων ἢ ψυχρῶν, Λογγῖν. 3. 4.
|elnltext=ψυχρότης -ητος, ἡ [ψυχρός] koude, kou; overdr. smakeloosheid; luiheid:. καί μου... μηδεμίαν ψυχρότητα καταγνῷ μηδείς laat niemand mij voor smakeloosheid veroordelen Dem. 18.256.
}}
{{elru
|elrutext='''ψυχρότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. [[холод]] Plat., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[холодность]], [[равнодушие]], [[вялость]], Dem., Plut.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψυχρότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ψυχρότητα]], [[κρύο]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, [[ψυχρότητα]] στην [[καρδιά]], [[έλλειψη]] θερμών αισθημάτων, σε Δημ.· [[νωθρότητα]], [[αδράνεια]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ψυχρότης:''' -ητος, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ψυχρότητα]], [[κρύο]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, [[ψυχρότητα]] στην [[καρδιά]], [[έλλειψη]] θερμών αισθημάτων, σε Δημ.· [[νωθρότητα]], [[αδράνεια]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψυχρότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> тж. pl. [[холод]] Plat., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[холодность]], [[равнодушие]], [[вялость]], Dem., Plut.
|lstext='''ψυχρότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ψυχρὰ [[κατάστασις]], ἀντίθετον τῷ [[θερμότης]], Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 437Ε· τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ [[στυγνότης]] Πολύβ. 4. 21, 1· πληθ. ψυχρότητες, τὰ κρύα, οἱ παγετοί, Πλούτ. 2. 704Β. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσώπων, ψυχρὰ [[διάθεσις]], [[ἔλλειψις]] θερμότητος αἰσθημάτων, Δημ. 312. 15· [[ἀδράνεια]], [[νωθρότης]], Πλουτ. Φάβ. 17. 2) ἐπὶ φράσεων ὑπερβολικῶν καὶ ἐξωγκωμένων ἢ ψυχρῶν, Λογγῖν. 3. 4.
}}
{{elnl
|elnltext=ψυχρότης -ητος, ἡ [ψυχρός] koude, kou; overdr. smakeloosheid; luiheid:. καί μου... μηδεμίαν ψυχρότητα καταγνῷ μηδείς laat niemand mij voor smakeloosheid veroordelen Dem. 18.256.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυχρότης Medium diacritics: ψυχρότης Low diacritics: ψυχρότης Capitals: ΨΥΧΡΟΤΗΣ
Transliteration A: psychrótēs Transliteration B: psychrotēs Transliteration C: psychrotis Beta Code: yuxro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A coldness, cold, opp. θερμότης, Hp.VM16, Pl.R.437e; ἡ τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ στυγνότης Plb.4.21.1: pl. ψυχρότητες chills, frosts, Plu.2.701b. II metaph. of persons, want of feeling, bad taste, D.18.256: sluggishness, Plu.Fab.17. 2 of exaggerated, glittering phrases and the like, frigidity, Longin.3.4, Agatharch.21, Demetr.Eloc.6, al.

German (Pape)

[Seite 1405] ητος, ἡ, 1) Kälte, Frost, Kühlung, Plat. Rep. IV, 437 e. – 2) übertr., das Frostige, Leere, Läppische in Ausdrücken, Reden, – 3) frostiges Wesen, Gleichgültigkeit, Kaltsinn, μή μου ψυχρότητα μηδεμίαν καταγνῷ μηδείς Dem. 18, 256; auch Ungunst, Unguade, Sp.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
I. froid;
II. fig. 1 froideur, sang-froid;
2 froideur, indifférence.
Étymologie: ψυχρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχρότης -ητος, ἡ [ψυχρός] koude, kou; overdr. smakeloosheid; luiheid:. καί μου... μηδεμίαν ψυχρότητα καταγνῷ μηδείς laat niemand mij voor smakeloosheid veroordelen Dem. 18.256.

Russian (Dvoretsky)

ψυχρότης: ητος ἡ
1) тж. pl. холод Plat., Polyb., Plut.;
2) холодность, равнодушие, вялость, Dem., Plut.

Greek Monotonic

ψυχρότης: -ητος, ἡ,
I. ψυχρότητα, κρύο, σε Πλάτ.
II. μεταφ., λέγεται για ανθρώπους, ψυχρότητα στην καρδιά, έλλειψη θερμών αισθημάτων, σε Δημ.· νωθρότητα, αδράνεια, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

ψυχρότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ψυχρὰ κατάστασις, ἀντίθετον τῷ θερμότης, Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 14, Πλάτ. Πολ. 437Ε· τοῦ περιέχοντος ψ. καὶ στυγνότης Πολύβ. 4. 21, 1· πληθ. ψυχρότητες, τὰ κρύα, οἱ παγετοί, Πλούτ. 2. 704Β. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ προσώπων, ψυχρὰ διάθεσις, ἔλλειψις θερμότητος αἰσθημάτων, Δημ. 312. 15· ἀδράνεια, νωθρότης, Πλουτ. Φάβ. 17. 2) ἐπὶ φράσεων ὑπερβολικῶν καὶ ἐξωγκωμένων ἢ ψυχρῶν, Λογγῖν. 3. 4.

Middle Liddell

ψυχρότης, ητος, ἡ,
I. coldness, cold, Plat.
II. metaph. of persons, coldness of heart, Dem.: sluggishness, Plut.

English (Woodhouse)

coolness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)