πληθύς: Difference between revisions

From LSJ

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />foule, <i>particul.</i> foule d'hommes ; <i>au sg. collect.</i> le bas peuple.<br />'''Étymologie:''' ion. c. [[πλῆθος]].
|btext=ύος (ἡ) :<br />foule, <i>particul.</i> foule d'hommes ; <i>au sg. collect.</i> le bas peuple.<br />'''Étymologie:''' ion. c. [[πλῆθος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πληθύς -ύος, ἡ [πλῆθος] Ion. voor πλῆθος; πληθῡ - in nom. en acc. sing., πληθῠ - in andere naamvallen; ep. dat. sing. πληθυῖ, menigte:; πληθὺν μὲν ποτὶ νῆας ἀνώξομεν ἀπονέεσθαι laten we de menigte aansporen naar de schepen terug te gaan Il. 15.295; overmacht:. εἰ δ’ αὖ με πληθυῖ δαμασαίατο μοῦνον ἐόντα als ze mij in mijn eentje door hun overmacht zouden overweldigen Od. 16.105.
}}
{{elru
|elrutext='''πληθύς:''' ύος ἡ (nom. и acc. sing. ῡ; эп. dat. sing. πληθυῖ) (= [[πλῆθος]]) множество, масса ([[ἀνδρῶν]] Hom.; τῆς στρατιᾶς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πληθύς:''' [ῡ], -ύος, ἡ, Επικ. δοτ. <i>πληθυῑ</i>, [[πληρότητα]], [[πλήθος]], όχλος, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Πλούτ. κ.λπ.
|lsmtext='''πληθύς:''' [ῡ], -ύος, ἡ, Επικ. δοτ. <i>πληθυῑ</i>, [[πληρότητα]], [[πλήθος]], όχλος, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Πλούτ. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=πληθύς -ύος, ἡ [πλῆθος] Ion. voor πλῆθος; πληθῡ - in nom. en acc. sing., πληθῠ - in andere naamvallen; ep. dat. sing. πληθυῖ, menigte:; πληθὺν μὲν ποτὶ νῆας ἀνώξομεν ἀπονέεσθαι laten we de menigte aansporen naar de schepen terug te gaan Il. 15.295; overmacht:. εἰ δ’ αὖ με πληθυῖ δαμασαίατο μοῦνον ἐόντα als ze mij in mijn eentje door hun overmacht zouden overweldigen Od. 16.105.
}}
{{elru
|elrutext='''πληθύς:''' ύος ἡ (nom. и acc. sing. ῡ; эп. dat. sing. πληθυῖ) (= [[πλῆθος]]) множество, масса ([[ἀνδρῶν]] Hom.; τῆς στρατιᾶς Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πληθύ¯ς, ύος, ἡ,<br />[[fulness]], a [[throng]], a [[crowd]], of [[people]], Hom., Plut., etc.
|mdlsjtxt=πληθύ¯ς, ύος, ἡ,<br />[[fulness]], a [[throng]], a [[crowd]], of [[people]], Hom., Plut., etc.
}}
}}

Revision as of 23:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληθύς Medium diacritics: πληθύς Low diacritics: πληθύς Capitals: ΠΛΗΘΥΣ
Transliteration A: plēthýs Transliteration B: plēthys Transliteration C: plithys Beta Code: plhqu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ep. dat. πληθυῖ Il.22.458, Od.11.514, 16.105:—Ion. for πλῆθος, throng, crowd, of people, Hom.ll. cc.; = δῆμος, Leg.Gort. 6.52; majority, πληθὺν δὲ νικῆν IG9(1).333.18 (Locr., v B.C.): as Noun of multitude with pl. Verb, ὣς φάσαν ἡ π. Il.2.278: in later Prose, Pl.Ax. 366b, LXX 3 Ma.4.17; τῆς στρατιᾶς τὴν π. συχνήν Plu.Pomp.39, cf. Luc. Cont.15, etc.; = Lat. plebs, D.H.7.16, etc. [ῡ in nom. and acc. sg., in other cases .]

German (Pape)

[Seite 632] ύος, ἡ, ion. = πλῆθος, Fülle, Menge; bes. Menschenmenge, oft bei Hom., σὔποτ' ἐνὶ πληθυῖ μένεν ἀνδρῶν, Il. 22, 458; vgl. bes. ἡγεμόνας Δαναῶν ἕλεν, αὐτὰρ ἔπειτα πληθύν, 11, 305, wie πληθὺν ἀνώξομεν ἀπονέεσθαι, αὐτοὶ δ' ὅσσοι ἄριστοι, 15, 295; auch als Collectivum mit dem Verbum im Plural, 2, 278, ἃς φάσαν ἡ πληθύς; einzeln auch bei Sp., wie Plat. Ax. 266 b, Luc. Char. 15. – [List im nom. u. acc. sing. bei Hom. lang, bei Sp., wie Ap. Rh., zuweilen kurz, doch sind diese Beispiele nicht sicher, vgl. Wern. Tryphiod. 322; in den übrigen Casus kurz.]

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
foule, particul. foule d'hommes ; au sg. collect. le bas peuple.
Étymologie: ion. c. πλῆθος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πληθύς -ύος, ἡ [πλῆθος] Ion. voor πλῆθος; πληθῡ - in nom. en acc. sing., πληθῠ - in andere naamvallen; ep. dat. sing. πληθυῖ, menigte:; πληθὺν μὲν ποτὶ νῆας ἀνώξομεν ἀπονέεσθαι laten we de menigte aansporen naar de schepen terug te gaan Il. 15.295; overmacht:. εἰ δ’ αὖ με πληθυῖ δαμασαίατο μοῦνον ἐόντα als ze mij in mijn eentje door hun overmacht zouden overweldigen Od. 16.105.

Russian (Dvoretsky)

πληθύς: ύος ἡ (nom. и acc. sing. ῡ; эп. dat. sing. πληθυῖ) (= πλῆθος) множество, масса (ἀνδρῶν Hom.; τῆς στρατιᾶς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πληθύς: -ύος, ἡ, Ἐπικ. δοτ. πληθυῖ, οὐχὶ -ύϊ, Ἰλ. Χ. 458, Ὀδ. Λ. 514, Π. 105· ― Ἰων. ἀντὶ πλῆθος, Ὅμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡς ὄνομα περιληπτικὸν μετὰ ῥήματος πληθυντ., Ἰλ. Β. 278· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366Β· τῆς στρατιᾶς τὴν πλ. πολλὴν Πλουτ. Πομπ. 39· Λουκ. κλ. [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· ― παρὰ μεταγεν. ὡς παρ’ Ἀπ. Ροδ. ἐνίοτε ῠ, ἂν καὶ τὰ παραδείγματα εἶναί πως ἀμφίβ., Wern εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-). 322· ἄλλως ἀείποτε ῠ].

English (Autenrieth)

ύος=πλῆθος, especially of the masses, the commons, as opp. to the chiefs, Il. 2.143, 278.

Greek Monolingual

-ύος, ἡ, ΜΑ
πλήθος, μεγάλος αριθμός ανθρώπων ή πραγμάτων, πληθώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πλῆθος και έχει πιθ. σχηματιστεί από το ρ. πληθύνομαι, αν δεχθούμε ότι αυτό παράγεται απευθείας από το πλῆθος (βλ. πληθύνω)].

Greek Monotonic

πληθύς: [ῡ], -ύος, ἡ, Επικ. δοτ. πληθυῑ, πληρότητα, πλήθος, όχλος, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Πλούτ. κ.λπ.

Middle Liddell

πληθύ¯ς, ύος, ἡ,
fulness, a throng, a crowd, of people, Hom., Plut., etc.