πρόπειρα: Difference between revisions
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />essai <i>ou</i> épreuve préliminaire : πρόπειραν ποιεῖσθαι HDT, λαμβάνειν ÉL faire auparavant une expérience.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πεῖρα]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />essai <i>ou</i> épreuve préliminaire : πρόπειραν ποιεῖσθαι HDT, λαμβάνειν ÉL faire auparavant une expérience.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πεῖρα]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρό-πειρα -ας, ἡ proef vooraf:. πρόπειραν ποιούμενοι εἰ van tevoren proberend of Thuc. 3.86.4. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόπειρα:''' ἡ [[предварительная попытка]], [[первый опыт]] Thuc.: πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι Her. сделать первый опыт на ком(чем)-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόπειρα:''' ἡ, προηγούμενη [[δοκιμασία]] ή [[εγχείρημα]], <i>πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι</i>, Λατ. [[periculum]] facere in..., σε Ηρόδ.· [[πρόπειρα]] ποιεῖσθαι εἰ..., σε Θουκ. | |lsmtext='''πρόπειρα:''' ἡ, προηγούμενη [[δοκιμασία]] ή [[εγχείρημα]], <i>πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι</i>, Λατ. [[periculum]] facere in..., σε Ηρόδ.· [[πρόπειρα]] ποιεῖσθαι εἰ..., σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 23:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, previous trial or venture, ἐν Ἀθηναίοισι τὴν πρόπειραν ποιέεσθαι, Lat. periculum facere in . ., Hdt.9.48; π. ποιεῖσθαι εἰ . . Th.3.86; π. τινὸς λαμβάνειν Ael.NA8.22; of a trial in athletic exercises, IG14.1102.16 (pl.).
German (Pape)
[Seite 739] ἡ, Vorversuch, vorläufiger Versuch; τὴν πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, Her. 9, 48; Thuc. 3, 86; Inscr.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
essai ou épreuve préliminaire : πρόπειραν ποιεῖσθαι HDT, λαμβάνειν ÉL faire auparavant une expérience.
Étymologie: πρό, πεῖρα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρό-πειρα -ας, ἡ proef vooraf:. πρόπειραν ποιούμενοι εἰ van tevoren proberend of Thuc. 3.86.4.
Russian (Dvoretsky)
πρόπειρα: ἡ предварительная попытка, первый опыт Thuc.: πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι Her. сделать первый опыт на ком(чем)-л.
Greek (Liddell-Scott)
πρόπειρα: ἡ, προτέρα δοκιμὴ ἢ ἀπόπειρα, πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, λατ. periculum facere in..., Ἡρόδ. 9. 48· πρ. ποιεῖσθαι εἰ..., Θουκ. 3. 86· πρ. τινος λαμβάνειν Αἰλ. π. Ζ. 8, 22· ἐπὶ δοκιμῆς ἐν ἀθλητικοῖς γυμνασίοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 5913. 16, πρβλ. 2374. 23.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. απόπειρα, δοκιμή που προηγείται
2. προπόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πείρα «αγώνας, προσπάθεια» (πρβλ. από-πειρα, κατά-πειρα)].
Greek Monotonic
πρόπειρα: ἡ, προηγούμενη δοκιμασία ή εγχείρημα, πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, Λατ. periculum facere in..., σε Ηρόδ.· πρόπειρα ποιεῖσθαι εἰ..., σε Θουκ.
Middle Liddell
πρό-πειρα, ἡ,
a previous trial or venture, πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, Lat. periculum facere in . ., Hdt.; πρ. ποιεῖσθαι εἰ . ., Thuc.