σιταγωγός: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui transporte du blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[ἄγω]]. | |btext=ός, όν :<br />qui transporte du blé.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[ἄγω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σιτᾰγωγός -όν [σῖτος, ἄγω] graan vervoerend, voor graantransport. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῑτᾰγωγός:''' [[привозящий зерновой хлеб]], [[доставляющий продовольствие]] (πλοῖα Her., Xen.; ὁλκάδες Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῑτᾰγωγός:''' -όν, αυτός που μεταφέρει [[σιτηρά]], <i>σιταγωγὰ πλοῖα</i>, επισιτιστικά πλοία, σε Ηρόδ.· σιταγωγὸς [[ναῦς]], σε Θουκ. | |lsmtext='''σῑτᾰγωγός:''' -όν, αυτός που μεταφέρει [[σιτηρά]], <i>σιταγωγὰ πλοῖα</i>, επισιτιστικά πλοία, σε Ηρόδ.· σιταγωγὸς [[ναῦς]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σῑτ-ᾰγωγός, όν<br />conveying or transporting [[corn]], ς. πλοῖα [[provision]]-ships, Hdt.; ς. [[ναῦς]] Thuc. | |mdlsjtxt=σῑτ-ᾰγωγός, όν<br />conveying or transporting [[corn]], ς. πλοῖα [[provision]]-ships, Hdt.; ς. [[ναῦς]] Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 3 October 2022
English (LSJ)
όν, (ἄγω) conveying corn, πλοῖα provision-ships, Hdt.7.147; ἄκατοι ib. 186; νῆες And.2.21, Th.8.4; ὁλκάδες Id.6.30; cf. σιτηγός.
German (Pape)
[Seite 884] Getreide führend, herbeiführend; σ. πλοῖα, Proviantschiffe, Her. 7, 147; Thuc. 6, 33. 8, 4; Xen. An. 1, 7, 15; Andoc. 2, 21; Sp., s. Lob. Phryn. p. 430.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui transporte du blé.
Étymologie: σῖτος, ἄγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτᾰγωγός -όν [σῖτος, ἄγω] graan vervoerend, voor graantransport.
Russian (Dvoretsky)
σῑτᾰγωγός: привозящий зерновой хлеб, доставляющий продовольствие (πλοῖα Her., Xen.; ὁλκάδες Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
σῑτᾰγωγός: -όν, (ἄγω) ὁ φέρων ἢ μεταφέρων σῖτον εἴς τινα τόπον, σ. πλοῖα, φέροντα τὰς τροφάς, Ἡρόδ. 7. 137· ἄκατοι αὐτόθι 186· ναῦς Ἀνδοκ. 22. 21, Θουκ. 8. 4· ὁλκὰς αὐτόθι 6. 30· πρβλ. σιτηγός, καὶ ἴδε Φρύνιχ. σ. 430.
Greek Monolingual
-ό / σιταγωγός, -όν, ΝΜΑ
(για πλοίο) αυτός που μεταφέρει σιτάρι
αρχ.
αυτός που μεταφέρει τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. λαφυρ-αγωγός].
Greek Monotonic
σῑτᾰγωγός: -όν, αυτός που μεταφέρει σιτηρά, σιταγωγὰ πλοῖα, επισιτιστικά πλοία, σε Ηρόδ.· σιταγωγὸς ναῦς, σε Θουκ.
Middle Liddell
σῑτ-ᾰγωγός, όν
conveying or transporting corn, ς. πλοῖα provision-ships, Hdt.; ς. ναῦς Thuc.