τύφλωσις: Difference between revisions
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d'aveugler.<br />'''Étymologie:''' [[τυφλόω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />action d'aveugler.<br />'''Étymologie:''' [[τυφλόω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=τύφλωσις -εως, ἡ [τυφλόω] blindheid. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τύφλωσις:''' εως ἡ [[ослепление]], [[лишение зрения]] (καταποντισμοὶ καὶ τυφλώσεις Isocr.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τύφλωσις:''' ἡ ([[τυφλόω]]), η [[κατάσταση]] της τύφλωσης κάποιου, η [[ιδιότητα]] του να είναι [[κάποιος]] [[τυφλός]], του να μην βλέπει, σε Ισοκρ. | |lsmtext='''τύφλωσις:''' ἡ ([[τυφλόω]]), η [[κατάσταση]] της τύφλωσης κάποιου, η [[ιδιότητα]] του να είναι [[κάποιος]] [[τυφλός]], του να μην βλέπει, σε Ισοκρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τύφλωσις]], εως, [from [[τυφλόω]]<br />a [[making]] [[blind]], blinding, Isocr. | |mdlsjtxt=[[τύφλωσις]], εως, [from [[τυφλόω]]<br />a [[making]] [[blind]], blinding, Isocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 00:10, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, (τυφλόω)A a making blind, blinding, Isoc.12.122 (pl.), cf. Ph.1.391; γερόντων Diog.Oen.70 (pl.). II blindness, Hp.Aph.6.56, Sch.Ar.Pl.115.
German (Pape)
[Seite 1166] ἡ, 1) das Blindmachen, Blenden, Abstumpfen, Sp. – 2) die Blindheit, Schol. Ar. Plut. 115.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'aveugler.
Étymologie: τυφλόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τύφλωσις -εως, ἡ [τυφλόω] blindheid.
Russian (Dvoretsky)
τύφλωσις: εως ἡ ослепление, лишение зрения (καταποντισμοὶ καὶ τυφλώσεις Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
τύφλωσις: -εως, ἡ, (τυφλόω) τὸ τυφλοῦν, καταποντισμοὺς καὶ τυφλώσεις καὶ τοσαύτας τὸ πλῆθος κακοποιίας, ὥστε μηδένα πώποτ’ ἀπορῆσαι τῶν εἰθισμένων καθ’ ἕκαστον τῶν ἐνιαυτῶν εἰσφέρειν εἰς τὸ θέατρον τὰς τότε γεγενημένας συμφορὰς Ἰσοκρ. 258Α. ΙΙ. τυφλότης, τοῖσι μελαγχολικοῖσι νουσήμασι, ἐς τάδε ἐπικίνδυνοι αἱ ἀποσκήψιες ἢ ἀπόπληξιν τοῦ σώματος ἢ σπασμόν, ἢ μανίην ἢ τύφλωσιν σημαίνουσιν Ἱππ. Ἀφορ. 1258, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 115· Σόδομα μέν τοι στείρωσις καὶ τύφλωσις ἑρμηνεύεται Φίλων τ. 1, σ. 389, 10.
Greek Monotonic
τύφλωσις: ἡ (τυφλόω), η κατάσταση της τύφλωσης κάποιου, η ιδιότητα του να είναι κάποιος τυφλός, του να μην βλέπει, σε Ισοκρ.