ἁλιαής: Difference between revisions

From LSJ

κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμενharbour secret counsels

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui souffle sur la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ἄημι]].
|btext=ής, ές :<br />qui souffle sur la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ἄημι]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἁλιαής]] -ές [[ἅλς]], [[ἄημι]] die over de zee waait.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλιᾱής:''' (ᾰλ) дующий в море, т. е. благоприятный, попутный (οὖροι Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁλιᾱής:''' -ές ([[ἄημι]]), αυτός που πνέει προς την [[θάλασσα]], προς το [[πέλαγος]] ή μέσω της θάλασσας, διαμέσω του πελάγους, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἁλιᾱής:''' -ές ([[ἄημι]]), αυτός που πνέει προς την [[θάλασσα]], προς το [[πέλαγος]] ή μέσω της θάλασσας, διαμέσω του πελάγους, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁλιᾱής:''' (ᾰλ) дующий в море, т. е. благоприятный, попутный (οὖροι Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[ἄημι]]<br />blowing seaward, Od.
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[ἄημι]]<br />blowing seaward, Od.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἁλιαής]] -ές [[ἅλς]], [[ἄημι]] die over de zee waait.
}}
}}

Revision as of 10:58, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιᾱής Medium diacritics: ἁλιαής Low diacritics: αλιαής Capitals: ΑΛΙΑΗΣ
Transliteration A: haliaḗs Transliteration B: haliaēs Transliteration C: aliais Beta Code: a(liah/s

English (LSJ)

ές, (ἄημι) blowing seaward, Od. 4.361.

Spanish (DGE)

(ἁλῐᾱής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-]
que sopla hacia o por el mar οὖροι Od.4.361, cf. Apollon.Lex.255.

German (Pape)

[Seite 95] auf dem Meere wehend, Hom. einmal, Od. 4, 361 οὖροι ἁλιαέες.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui souffle sur la mer.
Étymologie: ἅλς¹, ἄημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἁλιαής -ές ἅλς, ἄημι die over de zee waait.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιᾱής: (ᾰλ) дующий в море, т. е. благоприятный, попутный (οὖροι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιᾱής: -ές, (ἄημι) ὁ πνέων πρὸς τὴν θάλασσαν ἢ διὰ θαλάσσης, μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 361· πρβλ. Nitzsch. ἐν τόπῳ, «ἁλιαέες», ἄνεμοι οἱ διὰ θαλάσσης πνέοντες», Ἡσυχ.

Greek Monolingual

ἁλιαής, -ὲς (Α)
άνεμος που πνέει προς τη θάλασσα ή πάνω από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -αὴς (< πιθ. ἄος) < ἄημι «πνέω δυνατά, φυσώ»].

Greek Monotonic

ἁλιᾱής: -ές (ἄημι), αυτός που πνέει προς την θάλασσα, προς το πέλαγος ή μέσω της θάλασσας, διαμέσω του πελάγους, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

[ἅλς, ἄημι
blowing seaward, Od.