Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γειτόνησις: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />voisinage.<br />'''Étymologie:''' [[γειτονέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />voisinage.<br />'''Étymologie:''' [[γειτονέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γειτόνησις]] -εως, ἡ [[γειτονέω]] nabijheid.
}}
{{elru
|elrutext='''γειτόνησις:''' εως ἡ Luc. = [[γειτόνημα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γειτόνησις:''' -εως, ἡ, = το επόμ., σε Λουκ.
|lsmtext='''γειτόνησις:''' -εως, ἡ, = το επόμ., σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''γειτόνησις:''' εως ἡ Luc. = [[γειτόνημα]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[γειτόνησις]] -εως, ἡ [[γειτονέω]] nabijheid.
}}
}}

Revision as of 11:07, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειτόνησις Medium diacritics: γειτόνησις Low diacritics: γειτόνησις Capitals: ΓΕΙΤΟΝΗΣΙΣ
Transliteration A: geitónēsis Transliteration B: geitonēsis Transliteration C: geitonisis Beta Code: geito/nhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, = γειτονία (neighbourhood, neighborhood, neighbourship, neighbouring region, quarter, ward), Luc. Symp. 33, Plot. 1.2.5.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
vecindad, proximidad ἀπέλαυσε ... ὁ Ἴων τῆς γειτονήσεως Luc.Symp.33, τὰς πληγὰς ... εὐθὺς λυομένας τῇ γειτονήσει (τοῦ λογιζομένου) Plot.1.2.5.

German (Pape)

[Seite 478] ἡ, = folgdm, Luc. Conv. 33.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
voisinage.
Étymologie: γειτονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γειτόνησις -εως, ἡ γειτονέω nabijheid.

Russian (Dvoretsky)

γειτόνησις: εως ἡ Luc. = γειτόνημα.

Greek (Liddell-Scott)

γειτόνησις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Συμπ. 33.

Greek Monotonic

γειτόνησις: -εως, ἡ, = το επόμ., σε Λουκ.