συνήκοος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> qui entend <i>ou</i> écoute avec, gén.;<br /><b>2</b> qui prête l'oreille à, qui obéit à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκούω]].
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> qui entend <i>ou</i> écoute avec, gén.;<br /><b>2</b> qui prête l'oreille à, qui obéit à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκούω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνήκοος -οον [συνακούω] die ook hoort, die mede hoort, met gen. iets.
}}
{{elru
|elrutext='''συνήκοος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе слушающий или слышащий]] (τῶν λόγων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[вместе повинующийся]] (τινι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[συνάκοος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ακούει [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να ακούει ομοίως με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηκοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-<i>ήκοος</i>, <i>ὑπ</i>-<i>ήκοος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
|mltxt=και [[συνάκοος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ακούει [[κάτι]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να ακούει ομοίως με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ηκοος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀκούω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-<i>ήκοος</i>, <i>ὑπ</i>-<i>ήκοος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{elru
|elrutext='''συνήκοος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вместе слушающий или слышащий]] (τῶν λόγων Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[вместе повинующийся]] (τινι Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=συνήκοος -οον [συνακούω] die ook hoort, die mede hoort, met gen. iets.
}}
}}

Revision as of 11:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνήκοος Medium diacritics: συνήκοος Low diacritics: συνήκοος Capitals: ΣΥΝΗΚΟΟΣ
Transliteration A: synḗkoos Transliteration B: synēkoos Transliteration C: synikoos Beta Code: sunh/koos

English (LSJ)

ον, (ἀκοή) hearing together, οἱ σ. τῶν λόγων Pl.Lg.711e; τῷ κορυφαίῳ σ. as able to hear as the first, Plu.2.678e.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 qui entend ou écoute avec, gén.;
2 qui prête l'oreille à, qui obéit à, τινι.
Étymologie: ἀκούω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνήκοος -οον [συνακούω] die ook hoort, die mede hoort, met gen. iets.

Russian (Dvoretsky)

συνήκοος:
1) вместе слушающий или слышащий (τῶν λόγων Plat.);
2) вместе повинующийся (τινι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνήκοος: -ον, (ἀκοὴ) ὁ ὁμοῦ ἀκούων, οἱ συν. τῶν λόγων Πλάτ. Νόμ. 711Ε. τῷ κορυφαίῳ σ., ἱκανὸς νὰ ἀκούσῃ ὅσον καὶ ὁ κορυφαῖος, Πλούτ. 2. 678D. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 276.

Greek Monolingual

και συνάκοος, -ον, Α
1. αυτός που ακούει κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. αυτός που μπορεί να ακούει ομοίως με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ηκοος (< ἀκούω), πρβλ. κατ-ήκοος, ὑπ-ήκοος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].