αὐτοφόντης: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />qui tue de sa main, meurtrier.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[πεφνεῖν]].
|btext=ου (ὁ) :<br />qui tue de sa main, meurtrier.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[πεφνεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοφόντης:''' ου ὁ убийца близких Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοφόντης:''' -ου, ὁ, = το προηγ., ο [[δολοφόνος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''αὐτοφόντης:''' -ου, ὁ, = το προηγ., ο [[δολοφόνος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοφόντης:''' ου ὁ убийца близких Eur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[αὐτοφόνος]]<br />a [[murderer]], Eur.
|mdlsjtxt== [[αὐτοφόνος]]<br />a [[murderer]], Eur.
}}
}}

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοφόντης Medium diacritics: αὐτοφόντης Low diacritics: αυτοφόντης Capitals: ΑΥΤΟΦΟΝΤΗΣ
Transliteration A: autophóntēs Transliteration B: autophontēs Transliteration C: aftofontis Beta Code: au)tofo/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, murderer of kin, E.Med.1269; prob. corrupt in S.El.272; στρῆνος Lyc.438.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ asesino de la propia familia ὁ αὐ. ... πατρός S.El.272, cf. E.Med.1269, αἱ Νυκτὸς κόραι πρὸς αὐτοφόντην στρῆνον ὥπλισαν μόρου Lyc.438.

German (Pape)

[Seite 404] ὁ, Selbstmörder, v.l. Soph. El. 264; Eur. Med. 1269; στρῆνος Lycophr. 438.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui tue de sa main, meurtrier.
Étymologie: αὐτός, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοφόντης: ου ὁ убийца близких Eur.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοφόντης: -ου, ὁ φονεύς, Εὐρ. Μήδ. 1260.

Greek Monolingual

αὐτοφόντης, ο (Α)
ο φονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -φόντης < θείνω «σκοτώνω» με επίδραση του φόνος (πρβλ. ανδροφόντης, μητροφόντης, πατροφόντης κ.ά.)].

Greek Monotonic

αὐτοφόντης: -ου, ὁ, = το προηγ., ο δολοφόνος, σε Ευρ.

Middle Liddell

= αὐτοφόνος
a murderer, Eur.