δίγονος: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />né <i>ou</i> engendré deux fois (<i>ép. de Bacchus</i>) ; <i>p. suite</i> double.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[γίγνομαι]].
|btext=ος, ον :<br />né <i>ou</i> engendré deux fois (<i>ép. de Bacchus</i>) ; <i>p. suite</i> double.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[γίγνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''δίγονος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[дважды рожденный]] (эпитет Вакха) Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[двойной]] ([[μάσθλης]] Soph.): δίγονα σώματα Eur. два (мертвых) тела.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίγονος:''' -ον (γί-γνομαι),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει γεννηθεί [[δύο]] φορές, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίδυμος]], [[διπλός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δίγονος:''' -ον (γί-γνομαι),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που έχει γεννηθεί [[δύο]] φορές, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.<br /><b class="num">2.</b> [[δίδυμος]], [[διπλός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίγονος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[дважды рожденный]] (эпитет Вакха) Anth.;<br /><b class="num">2)</b> [[двойной]] ([[μάσθλης]] Soph.): δίγονα σώματα Eur. два (мертвых) тела.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δί-γονος, ον <i>adj</i> [[γίγνομαι]]<br /><b class="num">1.</b> [[twice]]-[[born]], of [[Bacchus]], Anth.<br /><b class="num">2.</b> [[twin]]: [[double]], Eur.
|mdlsjtxt=δί-γονος, ον <i>adj</i> [[γίγνομαι]]<br /><b class="num">1.</b> [[twice]]-[[born]], of [[Bacchus]], Anth.<br /><b class="num">2.</b> [[twin]]: [[double]], Eur.
}}
}}

Revision as of 12:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίγονος Medium diacritics: δίγονος Low diacritics: δίγονος Capitals: ΔΙΓΟΝΟΣ
Transliteration A: dígonos Transliteration B: digonos Transliteration C: digonos Beta Code: di/gonos

English (LSJ)

ον, A twice-born, Βάκχος E.Hipp.560 (lyr.), cf.AP9.524.5. 2 twin: double, μάσθλης δ. S.Fr.129 (nisi leg. δίτονον) ; δ. σώματα two bodies, E.El.1178 (lyr.); but, II parox., διγόνος, ον, bearing twice, Emp.69; bearing twins, Man.5.291. III δίγονος· περιστερά, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [gen. -οιο E.Hipp.560]
I 1nacido dos veces, Βάκχος E.l.c., cf. AP 9.524.
2 que puede alumbrar en dos momentos distintos, e.e., en el séptimo o en el noveno mes del embarazo γυναῖκες Emp.B 69.
3 que tiene hijos de dos mujeres de un bígamo, Man.5.291.
II doble μάσθλης S.Fr.129, δίγονα σώματ' dos cuerpos E.El.1179.
III δ.· περιστερά Hsch.

German (Pape)

[Seite 615] zweimal geboren; Bacchus Anth. IX, 524; übh. = doppelt, beide, δίγονα σώματα Eur. El. 1179; – διγόνος, zweimal, doppelt erzeugend, gebärend, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ou engendré deux fois (ép. de Bacchus) ; p. suite double.
Étymologie: δίς, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

δίγονος:
1) дважды рожденный (эпитет Вакха) Anth.;
2) двойной (μάσθλης Soph.): δίγονα σώματα Eur. два (мертвых) тела.

Greek (Liddell-Scott)

δίγονος: -ον, ὁ δὶς γεννηθείς, ἐπὶ τοῦ Βάκχου, Ἀνθ. Π. 9. 524. 2). δίδυμος, διπλοῦς, μάσθλης δ. Σοφ. Ἀποσπ. 137· δ. σώματα, δύο σώματα, Εὐρ. Ἠλ. 1178· ἀλλά, ΙΙ. ἐνεργ. = δίτοκος, ὁ γεννῶν δὶς ἢ δύο ὁμοῦ, δίδυμα. Ἡσύχ. Καὶ τὸ παθητ. καὶ τὸ ἐνεργ. τονίζονται ἐπὶ τῆς προπαραληγούσης.

Greek Monolingual

δίγονος,
ον (Α)
1. (για τον Διόνυσο) αυτός που γεννήθηκε δύο φορές
2. διπλός, δίδυμος
3. δίτοκος
4. (για ιμάντα, λουρί) ο διπλάσιος σε μήκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι + -γονος < γίγνομαι.

Greek Monotonic

δίγονος: -ον (γί-γνομαι),
1. αυτός που έχει γεννηθεί δύο φορές, λέγεται για τον Βάκχο, σε Ανθ.
2. δίδυμος, διπλός, σε Ευρ.

Middle Liddell

δί-γονος, ον adj γίγνομαι
1. twice-born, of Bacchus, Anth.
2. twin: double, Eur.