διασυρμός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0604.png Seite 604]] ὁ, das Durchziehen, Verspotten; τῶν ποιητῶν D. Sic. 14, 109; καὶ [[κατάγελως]], Artemid. 3, 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0604.png Seite 604]] ὁ, das Durchziehen, Verspotten; τῶν ποιητῶν D. Sic. 14, 109; καὶ [[κατάγελως]], Artemid. 3, 24.
}}
{{elru
|elrutext='''διασυρμός:''' ὁ [[издевка]], [[насмешка]] (τινος Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διασυρμός]])<br />[[διαπόμπευση]], [[δημόσιος]] [[εξευτελισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δυσφήμηση]] της [[τιμής]], της υπολήψεως<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχήμα]] λόγου που εξογκώνει το ασήμαντο —παραβάλλοντάς το με το σημαντικό— για να το γελοιοποιήσει.
|mltxt=ο (AM [[διασυρμός]])<br />[[διαπόμπευση]], [[δημόσιος]] [[εξευτελισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δυσφήμηση]] της [[τιμής]], της υπολήψεως<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχήμα]] λόγου που εξογκώνει το ασήμαντο —παραβάλλοντάς το με το σημαντικό— για να το γελοιοποιήσει.
}}
{{elru
|elrutext='''διασυρμός:''' ὁ [[издевка]], [[насмешка]] (τινος Diod.).
}}
}}

Revision as of 12:49, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασυρμός Medium diacritics: διασυρμός Low diacritics: διασυρμός Capitals: ΔΙΑΣΥΡΜΟΣ
Transliteration A: diasyrmós Transliteration B: diasyrmos Transliteration C: diasyrmos Beta Code: diasurmo/s

English (LSJ)

ὁ, disparagement, ridicule, Phld.Vit.p.37 J., D.S.14.109, Longin.38.6, Ph.2.571 (pl.), Artem.3.25.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
menosprecio, burla c. gen. obj. τῶν ποιημάτων D.S.14.109, εὐηθείας I.Ap.1.205, abs., Aristo Phil.14.6, Ph.2.571, Artem.3.24, Lyd.Mag.1.41
ret. ridículo, sátira Aquila 26.20, Alex.Fig.1.26, δ. τῶν ἔξω φιλοσόφων Sátira de los filósofos paganos Herm.Irris.tít., como figura con la que se exagera lo intrascendente o se minimiza lo importante, Longin.38.6, Tib.Fig.44, Isid.Etym.2.21.42.

German (Pape)

[Seite 604] ὁ, das Durchziehen, Verspotten; τῶν ποιητῶν D. Sic. 14, 109; καὶ κατάγελως, Artemid. 3, 24.

Russian (Dvoretsky)

διασυρμός:издевка, насмешка (τινος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

διασυρμός: ὁ, περίπαιγμα, περίγελως, Διόδ. 14. 109, κτλ.· ἰδίως, σχῆμα τοῦ λόγου, οὗ παράδειγμα ὑπάρχει παρὰ Δημ. 305. 3 κἑξ.· πρβλ. διασύρω.

Greek Monolingual

ο (AM διασυρμός)
διαπόμπευση, δημόσιος εξευτελισμός
νεοελλ.
δυσφήμηση της τιμής, της υπολήψεως
αρχ.
σχήμα λόγου που εξογκώνει το ασήμαντο —παραβάλλοντάς το με το σημαντικό— για να το γελοιοποιήσει.