διχόμηνος: Difference between revisions

From LSJ

ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />du milieu du mois : [[σελήνη]] [[διχόμηνος]] lune du milieu du mois, <i>càd</i> pleine lune.<br />'''Étymologie:''' [[δίχα]], [[μήν]]².
|btext=ος, ον :<br />du milieu du mois : [[σελήνη]] [[διχόμηνος]] lune du milieu du mois, <i>càd</i> pleine lune.<br />'''Étymologie:''' [[δίχα]], [[μήν]]².
}}
{{elru
|elrutext='''διχόμηνος:''' приходящийся на середину месяца, т. е. полный ([[σελήνη]] HH, Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐχόμηνος:''' -ον ([[μήν]]), αυτός που διαχωρίζει το [[μήνα]], δηλ. στην πανσέληνο (κατά τη διάρκειά της), ή αυτός που ανήκει σ' αυτήν, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.
|lsmtext='''δῐχόμηνος:''' -ον ([[μήν]]), αυτός που διαχωρίζει το [[μήνα]], δηλ. στην πανσέληνο (κατά τη διάρκειά της), ή αυτός που ανήκει σ' αυτήν, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''διχόμηνος:''' приходящийся на середину месяца, т. е. полный ([[σελήνη]] HH, Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δῐχό-μηνος, ον <i>adj</i> <i>n</i> [μήν]<br />[[dividing]] the [[month]], i. e. at or of the [[full]] [[moon]], Hhymn., Plut.
|mdlsjtxt=δῐχό-μηνος, ον <i>adj</i> <i>n</i> [μήν]<br />[[dividing]] the [[month]], i. e. at or of the [[full]] [[moon]], Hhymn., Plut.
}}
}}

Revision as of 12:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχόμηνος Medium diacritics: διχόμηνος Low diacritics: διχόμηνος Capitals: ΔΙΧΟΜΗΝΟΣ
Transliteration A: dichómēnos Transliteration B: dichomēnos Transliteration C: dichominos Beta Code: dixo/mhnos

English (LSJ)

ον, (μήν) dividing the month, i. e. at or of the full moon, ἑσπερίη h.Hom.32.11; δ. σελήνη Gp.10.48.2, cf. Plu.Flam.4; διχόμηνος, ἡ, Arat.808, Ph.2.293; διχομήνη, ἡ, Gp.2.14.7, Cat.Cod.Astr.1.173.

Spanish (DGE)

(δῐχόμηνος) -ον
• Morfología: [fem. -η Cat.Cod.Astr.1.173.3, Gp.2.14.7; neutr. sg. lat. dichomanon Ps.Apul.Herb.65.9 (ap. crít.)]
I 1ref. a la luna de mediados del ciclo lunar, de plenilunio, lleno en uso pred. εὐτ' ἂν ... ἐλάσῃ ... ἵππους δ. cuando (la luna) impulsa sus caballos mediado su ciclo, h.Hom.32.11, ἦν δ. (ἡ σελήνη) había luna llena Plu.Flam.4, cf. 2.288b, 658f, ἐν δ. σελήνῃ Gp.10.48.2, cf. Cat.Cod.Astr.l.c.
subst. ἡ δ. plenilunio, luna llena ἐκ διχομήνου ἐς διχάδα φθιμένην Arat.808.
2 que sucede a mitad de mes τῆς δὲ ἑορτῆς ἀρχὴ δ., ἡ πεντεκαιδεκάτη el inicio de la fiesta tiene lugar a mediados de mes, el día quince Ph.2.293.
3 de media luna op. πανσέληνος: ἐν τῷ διχομήνῳ σχήματι Alex.Aphr.Pr.1.66.
II bot., subst. τὸ δ. peonía, Paeonia officinalis L., Ps.Apul.l.c.

German (Pape)

[Seite 646] in der Mitte des Monats, d. h. zum Vollmond gehörig; H. h. 32, 11; σελήνη, der Vollmond, Plut. u. A.; vgl. διχόμην.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du milieu du mois : σελήνη διχόμηνος lune du milieu du mois, càd pleine lune.
Étymologie: δίχα, μήν².

Russian (Dvoretsky)

διχόμηνος: приходящийся на середину месяца, т. е. полный (σελήνη HH, Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐχόμηνος: -ον, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ μηνός, δηλ. κατὰ τὴν πανσέληνον ἢ εἰς τὴν πανσέληνον ἀνήκων, ἑσπερίη Ὕμν. Ὁμ. 32. 11· δ. σελήνη Πλούτ. Φλαμιν. 4· οὕτω διχόμηνος, ἡ, Ἄρατ. 808· ― ὡσαύτως διχομηνία, ἡ, Ἑβδ. (Σειράχ 39. 15)· ἡ σελήνη συρόμενος, συρόμενος κατόπιν τῶν τροχῶν του δίφρου, Ἀνθ. Π. 7. 152.

Greek Monolingual

διχόμηνος, -ον και διχόμην, ο, η (Α)
1. αυτός που ανήκει στο μέσο του μήνα, στην πανσέληνο ή στην περίοδό της
2. το θηλ. ως ουσ. η διχόμηνος
η πανσέληνος.

Greek Monotonic

δῐχόμηνος: -ον (μήν), αυτός που διαχωρίζει το μήνα, δηλ. στην πανσέληνο (κατά τη διάρκειά της), ή αυτός που ανήκει σ' αυτήν, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.

Middle Liddell

δῐχό-μηνος, ον adj n [μήν]
dividing the month, i. e. at or of the full moon, Hhymn., Plut.