δικεῖν: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[δίκω]].
|btext=v. [[δίκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκεῖν:''' [inf. к aor. 2 [[ἔδικον]]<br /><b class="num">1)</b> [[бросить]], [[метнуть]] Pind., Aesch., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[отбросить прочь]], [[сорвать]], [[совлечь]] (τι [[ἀπό]] τινος Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκεῖν:''' απαρ. του <i>ἔδῐκον</i>, αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ρίχνω]], [[πετώ]] [[μακριά]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]], [[βάλλω]], σε Πίνδ., Ευρ.
|lsmtext='''δῐκεῖν:''' απαρ. του <i>ἔδῐκον</i>, αόρ. βʹ με ενεστ. σε [[αχρηστία]]·<br /><b class="num">1.</b> [[ρίχνω]], [[πετώ]] [[μακριά]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλήττω]], [[χτυπώ]], [[βάλλω]], σε Πίνδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκεῖν:''' [inf. к aor. 2 [[ἔδικον]]<br /><b class="num">1)</b> [[бросить]], [[метнуть]] Pind., Aesch., Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[отбросить прочь]], [[сорвать]], [[совлечь]] (τι [[ἀπό]] τινος Eur.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκεῖν Medium diacritics: δικεῖν Low diacritics: δικείν Capitals: ΔΙΚΕΙΝ
Transliteration A: dikeîn Transliteration B: dikein Transliteration C: dikein Beta Code: dikei=n

English (LSJ)

inf. of ἔδῐκον, an aor. used by Pi. and Trag. (the pres. A δίκει Aristaenet.2.1 is prob. f. l. for δίεπει):—throw, cast, τι Pi.P.9.123, A.Ch.99; πεδόσε σώματα E.Ba.600; χεῖρ' ἐς οὐρανόν Id.HF 498. 2 strike, δ. πέτρῳ Pi.O.10(11).72; κρᾶτα φόνιον… ὠλένας δικὼν βολαῖς E.Ph.664.

Spanish (DGE)

(δῐκεῖν)
• Morfología: [sólo aor. rad., ind. sin aum. 3a sg. δίκε E.Ph.641, inf. δίκειν Corn.ND 34]
1 lanzar, arrojar, tirar objetos μᾶκος ... ἔδικε ... ὑπὲρ ἁπάντων (πέτρον) lanzó (el disco de piedra) una distancia superior a la de todos Pi.O.10.72, δικοῦσα τεῦχος arrojando el vaso A.Ch.99, cf. E.Ph.1417, 1490, ἐς βαθυσπόρους γύας ... ὀδόντας de la siembra de los dientes del dragón, E.Ph.668, del cuerpo o partes del mismo δικὼν ... σῶμα πατρὸς ἐς δόμους lanzando tu cuerpo a la casa de tu padre, e.d., tirándote al mar, por ser Teseo hijo de Posidón, B.17.63, Μυρτίλου φόνον δικὼν ἐς οἶδμα πόντου E.Or.991, δίκετε πεδόσε τρομερὰ σώματα E.Ba.600, cf. Ph.641, κίρκος θρασὺς πήδημα λαιψηρόν δικών Lyc.531, χεῖρ' ἐς οὐρανὸν δικών E.HF 498, ἐς κόμας δὲ δακτύλους δικών E.Or.1469, δίκειν γὰρ τὸ βάλλειν Corn.l.c., cf. Hsch.
2 c. doble ac. golpear κρᾶτα φόνιον ὀλεσίθηρος ὠλένας δικὼν βολαῖς golpeando con movimientos del brazo la cabeza asesina del monstruo E.Ph.665.
• Etimología: Prob. emparentado c. δείκνυμι q.u., c. el sent. originario ‘dirigir’.

German (Pape)

[Seite 628] s. δικώ.

French (Bailly abrégé)

v. δίκω.

Russian (Dvoretsky)

δῐκεῖν: [inf. к aor. 2 ἔδικον
1) бросить, метнуть Pind., Aesch., Eur.;
2) отбросить прочь, сорвать, совлечь (τι ἀπό τινος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἔδῐκον, ἀόρ. ἐν χρήσει παρὰ Πινδ. καὶ Τραγ.· ὁ Ἀρισταίν. 2.1 ἐσχημάτιζεν ἐνεστώτα δίκει· ἀντὶ τοῦ ἀορ. α΄ δίξε ἐν Ἀνθ. Π..15.27, ἔχει γραφῆ ἐκ διορθώσεως ἔκιξε. Ρίπτω, τι Πίνδ. Π.9.218, Αἰσχύλ. Χο. 99 καὶ συχνάκις παρ’ Εὐρ.· πεδόσε σώματα Βάκχ. 599· χεῖρ’ ἐς οὐρανόν Ἡρ. Μαιν. 498· ἴδε ἔν λ. πέσημα. 2) ὡς τὸ βάλλω, κτυπῶ, δ. πέτρῳ Πίνδ. Ο.10 (11).86· κρᾶτα φόνιον… ὠλένας δικὼν βολαῖς Εὐρ. Φοιν. 664. (Πρὸς τὴν √ΔΙΚ πρβλ. Λατ. jac-ĕre· ἐντεῦθεν δίσκος (ὡς λέσχη ἐκ τοῦ λέγω), καὶ ἴσως δίκτυον).

Greek Monolingual

δικεῖν (Α)
Ι. (απαρέμφ. αορ.)
1. ρίχνω
2. βάλλω, χτυπώ
II. (μτχ. αορ.) δικών, -οῦσα, -όν
αυτός που έρριξε, που χτύπησε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για το απαρέμφ. του αορ. έδικον, του οποίου δεν απαντά ενεστώτας. Είναι αβέβαιης ετυμολ. με μόνη πιθανή τη σύνδεση με το δείκνυμι, αν ληφθεί υπ' όψιν η έννοια της κατευθύνσεως, διευθύνσεως, η οποία ενυπάρχει στο ρήμα].

Greek Monotonic

δῐκεῖν: απαρ. του ἔδῐκον, αόρ. βʹ με ενεστ. σε αχρηστία·
1. ρίχνω, πετώ μακριά, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. πλήττω, χτυπώ, βάλλω, σε Πίνδ., Ευρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: throw (Pi.) also aim (on high) (E. HF 498) with ἄνδικε ἀνάρριψον, ἀνδικά ὁ βόλος, ἀνδίκτης τὸ ἀναριπτόμενον τῆς μυάγρας ξύλον (Call.) H.
Derivatives: δίκτυον and δίσκος, s. vv.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Connection with δείκνυμι is defended by Brugmann IF 39, 144ff. and Gonda (s. δείκνυμι) 216ff. but this is semantically not easy. See on δίκτυον and δίσκος. Fur. 297 compares λιχάξαι ῥῖψαι, βαλεῖν. Κρῆτες H., which points to a Pre-Greek word.

Middle Liddell


1. to throw, cast, Aesch., Eur.
2. to strike, Pind., Eur.

Frisk Etymology German

δικεῖν: Aor.
{dikeĩn}
Grammar: v.
Meaning: werfen (Pi., Trag.) auch ‘(in die Höhe) richten’ (E. HF 498) mit ἄνδικε· ἀνάρριψον, ἀνδικά· ὁ βόλος, ἀνδίκτης· τὸ ἀναριπτόμενον τῆς μυάγρας ξύλον (Kall.) H.
Derivative: Davon δίκτυον und δίσκος, s. dd.
Etymology: Der formal sehr naheliegende Anschluß an δείκνυμι ist mit Recht von Brugmann IF 39, 144ff. und nach ihm von Gonda (s. δείκνυμι) 216ff. verteidigt worden: in eine Richtung bringen, richten, woraus zeigen bzw. werfen. — Unhaltbare Wurzelanalyse bei Grošelj Živa Ant. 4, 169.
Page 1,392