δυσπρόσβατος: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />d'accès difficile.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[προσβαίνω]]. | |btext=ος, ον :<br />d'accès difficile.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[προσβαίνω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσπρόσβᾰτος:''' [[малодоступный]], [[неприступный]] ([[λόφος]] Thuc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσπρόσβᾰτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, [[δύσκολος]] στην [[πρόσβαση]], [[δυσπρόσιτος]], [[δύσβατος]], σε Θουκ. | |lsmtext='''δυσπρόσβᾰτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, [[δύσκολος]] στην [[πρόσβαση]], [[δυσπρόσιτος]], [[δύσβατος]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, hard to approach, Th.4.129, D.C.56.12.
Spanish (DGE)
(δυσπρόσβᾰτος) -ον
de difícil acceso λόφος Th.4.129, χωρίον Poll.1.171, πέτρα D.C.56.12.4, ὄρος D.C.Epit.8.6.1.
German (Pape)
[Seite 688] schwer zugänglich, λόφος Thuc. 4, 129 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'accès difficile.
Étymologie: δυσ-, προσβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
δυσπρόσβᾰτος: малодоступный, неприступный (λόφος Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσβᾰτος: -ον, δυσπρόσιτος, δύσβατος, Θουκ. 4. 129.
Greek Monolingual
δυσπρόσβατος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύσκολη πρόσβαση, δυσπρόσιτος.
Greek Monotonic
δυσπρόσβᾰτος: -ον, αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, δύσκολος στην πρόσβαση, δυσπρόσιτος, δύσβατος, σε Θουκ.
Middle Liddell
δυσ-πρόσβᾰτος, ον
hard to approach, Thuc.