εὐτρεπής: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><i>litt.</i> qu’on peut tourner <i>ou</i> mettre en mouvement ; prêt, disponible.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]]. | |btext=ής, ές :<br /><i>litt.</i> qu’on peut tourner <i>ou</i> mettre en mouvement ; prêt, disponible.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[τρέπω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐτρεπής:''' досл. надлежащим образом повернутый, т. е. находящийся в полной готовности, вполне готовый (τὰ πρὸς τὴν οἰκοδομίαν Arst.; τούτων εὐτρεπῶν γενομένων Polyb.): τοὐμὸν εὐτρεπὲς ποιούμενος Eur. подготовив выполнение моей задачи; εὐ. [[παρεῖναι]] Eur. быть готовым. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐτρεπής:''' -ές ([[τρέπω]]), αυτός που εύκολα αλλάζει, που γυρίζει· γενικά, [[έτοιμος]], προετοιμασμένος, σε Ευρ.· <i>εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι</i>, στον ίδ.· επίρρ., [[εὐτρεπῶς]] ἔχειν, είμαι προετοιμασμένος, προπαρασκευσμένος, σε Δημ. | |lsmtext='''εὐτρεπής:''' -ές ([[τρέπω]]), αυτός που εύκολα αλλάζει, που γυρίζει· γενικά, [[έτοιμος]], προετοιμασμένος, σε Ευρ.· <i>εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι</i>, στον ίδ.· επίρρ., [[εὐτρεπῶς]] ἔχειν, είμαι προετοιμασμένος, προπαρασκευσμένος, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, (τρέπω) readily turning: hence generally, prepared, ready, εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι E.Ba.440; τοὐμὸν εὐ. πάρα ib.844; εὐτρεπῆ… τὸν κοντὸν ποιοῦ Epicr.10.4; δεῖπνον εὐ. Antiph.80.12; ἄριστον Men.Pk.117; τούτων εὐτρεπῶν γενομένων Plb.6.26.10; also of persons, εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς D.4.18; συνήγοροι… καθ' ἡμῶν εὐ. Id.21.112, cf. Com.Adesp.15.19 D.; εὐ. πρός τι D.H.2.3, Ph.1.174. Adv. εὐτρεπῶς, εὐτρεπῶς ἔχειν = to be in a state of preparation, D.1.21.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
litt. qu’on peut tourner ou mettre en mouvement ; prêt, disponible.
Étymologie: εὖ, τρέπω.
Russian (Dvoretsky)
εὐτρεπής: досл. надлежащим образом повернутый, т. е. находящийся в полной готовности, вполне готовый (τὰ πρὸς τὴν οἰκοδομίαν Arst.; τούτων εὐτρεπῶν γενομένων Polyb.): τοὐμὸν εὐτρεπὲς ποιούμενος Eur. подготовив выполнение моей задачи; εὐ. παρεῖναι Eur. быть готовым.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτρεπής: -ές, (τρέπω) εὐκόλως τρεπόμενος· καθόλου, ἕτοιμος, παρεσκευασμένος· συχνὸν παρ’ Εὐρ.· εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι Βάκχ. 440· εὐτρ. παρεῖναι αὐτόθι 844, κ. ἀλλ.· οὕτως, εὐτρεπῆ... τὸν κοντὸν ποίει Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 2· δεῖπνον εὐτρεπὲς Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 2. 12· εἰδὼς εὐτρεπεῖς ὑμᾶς Δημ. 45. 2· συνήγοροι... καθ’ ἡμῶν εὐτρεπεῖς ὁ αὐτ. 551. 17· εὐτρ. πρός τι Διον. Ἁλ. 2. 3. - Ἐπίρρ. εὐτρεπῶς ἔχω, εἶμαι ἕτοιμος, παρεσκευασμένος, Δημ. 15. 9.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ εὐτρεπής, -ές)
έτοιμος, παρασκευασμένος για κάποιο έργο
νεοελλ.
ναυτ. φρ. «ευτρεπής άγκυρα» — η άγκυρα που αναδύθηκε από τη θάλασσα, που απαλλάχθηκε από κάθε περιπλοκή της αλυσίδας της, που ξενέρισε, η νέτη.
επίρρ...
εὐτρεπῶς και εὐτρεπέως (Α)
φρ. «εὐτρεπῶς ἔχω» — είμαι έτοιμος, είμαι προετοιμασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τρέπω.
Greek Monotonic
εὐτρεπής: -ές (τρέπω), αυτός που εύκολα αλλάζει, που γυρίζει· γενικά, έτοιμος, προετοιμασμένος, σε Ευρ.· εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι, στον ίδ.· επίρρ., εὐτρεπῶς ἔχειν, είμαι προετοιμασμένος, προπαρασκευσμένος, σε Δημ.
Middle Liddell
εὐ-τρεπής, ές τρέπω
readily turning: generally, ready, Eur.; εὐτρεπὲς ποιεῖσθαί τι Eur.:—adv., εὐτρεπῶς ἔχειν to be in a state of preparation, Dem.