εὐποίητος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bien fait, bien travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ποιέω]].
|btext=ος, ον :<br />bien fait, bien travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ποιέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐποίητος:''' [[хорошо сделанный]], [[искусно изготовленный]] ([[θρόνος]], [[πυράγρη]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐποίητος:''' -ον, καλοφτιαγμένος, [[καλά]] επεξεργασμένος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
|lsmtext='''εὐποίητος:''' -ον, καλοφτιαγμένος, [[καλά]] επεξεργασμένος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐποίητος:''' [[хорошо сделанный]], [[искусно изготовленный]] ([[θρόνος]], [[πυράγρη]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-ποίητος, ον<br />well-made, well-[[wrought]], Od., Hes.
|mdlsjtxt=εὐ-ποίητος, ον<br />well-made, well-[[wrought]], Od., Hes.
}}
}}

Revision as of 13:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποίητος Medium diacritics: εὐποίητος Low diacritics: ευποίητος Capitals: ΕΥΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: eupoíētos Transliteration B: eupoiētos Transliteration C: efpoiitos Beta Code: eu)poi/htos

English (LSJ)

ον (v. infr.), well-made, well-wrought, ἔν τε θρόνοις εὐ. Od.20.150; εὐποίητόν τε πυράγρην 3.434; ἅρμα B.5.177, cf. Hes.Sc. 64, A.R.3.871, etc.: fem. -τῇσι, -τάων, Il.5.466, 16.636 (nisi scrib. divisim, cf. Sch.Il.ll.cc.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien fait, bien travaillé.
Étymologie: εὖ, ποιέω.

Russian (Dvoretsky)

εὐποίητος: хорошо сделанный, искусно изготовленный (θρόνος, πυράγρη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐποίητος: -ον, (ἴδε κατωτ.): ― καλῶς πεποιημένος, καλῶς εἰργασμένος, ἔν τε θρόνοις ἐϋποιήτοισι τάπητας βάλλετε πορφυρέους Ὀδ. Υ. 150· εὐποίητόν τε πυράγρην Γ. 434· οὕτω καὶ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 64, Ἀπολλ. Ρόδ., κλ. ― Ἐν Ἰλ. Ε. 466., Π. 636, ἔνθα ἡ τοῦ θηλυκοῦ κατάληξις ἀπαντᾷ, δέον νὰ γραφῇ διῃρημένως: εὖ ποιητῇσι, εὖ ποιητάων (ἐν τελευταίᾳ δ’ ὅμως ἐκδόσει Hentze ἐϋποιήτῃσι, ἐϋποιητάων).

English (Autenrieth)

well-made, well-wrought.

Greek Monolingual

εὐποίητος και εϋποίητος, -ον (Α) ευποιώ
ο καλά κατασκευασμένος («ἀμφὶ πύλῃς εὐποιήτησι», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

εὐποίητος: -ον, καλοφτιαγμένος, καλά επεξεργασμένος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.

Middle Liddell

εὐ-ποίητος, ον
well-made, well-wrought, Od., Hes.