θέορτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> suscité, envoyé par la divinité;<br /><b>2</b> contracté avec une déesse (hymen).<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], ὄρνυμαι.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> suscité, envoyé par la divinité;<br /><b>2</b> contracté avec une déesse (hymen).<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], ὄρνυμαι.
}}
{{elru
|elrutext='''θέορτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[возникший от божества]], [[порожденный божеством]] ([[ὄλβος]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[заключенный с божеством]] ([[γάμος]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θέορτος:''' -ον (ὄρνυμαι), αυτός που αναβλύζει, πηγάζει, εκπορεύεται από τους θεούς, [[θεσπέσιος]], [[ουράνιος]], [[θείος]], σε Πίνδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''θέορτος:''' -ον (ὄρνυμαι), αυτός που αναβλύζει, πηγάζει, εκπορεύεται από τους θεούς, [[θεσπέσιος]], [[ουράνιος]], [[θείος]], σε Πίνδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''θέορτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[возникший от божества]], [[порожденный божеством]] ([[ὄλβος]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[заключенный с божеством]] ([[γάμος]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέορτος Medium diacritics: θέορτος Low diacritics: θέορτος Capitals: ΘΕΟΡΤΟΣ
Transliteration A: théortos Transliteration B: theortos Transliteration C: theortos Beta Code: qe/ortos

English (LSJ)

ον, (ὄρνυμαι) sprung from the gods, ὄλβος Pi.O.2.36; θέορτον ἢ βρότειον A.Pr.765.

German (Pape)

[Seite 1197] von Gott herrührend; ὄλβος Pind. Ol. 2, 40; Aesch. Prom. 764.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 suscité, envoyé par la divinité;
2 contracté avec une déesse (hymen).
Étymologie: θεός, ὄρνυμαι.

Russian (Dvoretsky)

θέορτος:
1) возникший от божества, порожденный божеством (ὄλβος Pind.);
2) заключенный с божеством (γάμος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θέορτος: -ον, (ὄρνυμαι) ἐκ τῶν θεῶν ἐγερθείς, θεόπεμπτος, οὐράνιος, ὄλβος Πίνδ. Ο. 2. 67∙ θέορτον ἢ βρότειον (πρβλ. θεόσυτος) Αἰσχύλ. Πρ. 765∙ - πρβλ. παλίνορτος.

English (Slater)

θέορτος sprung from the gods Μοῖρ' θεόρτῳ σὺν ὄλβῳ ἐπί τι καὶ πῆμ ἄγει (O. 2.36)

Greek Monolingual

θέορτος, -ον (Α)
αυτός που πηγάζει από τους θεούς, ο θεόσταλτοςθέορτος ὄλβος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θε- (βλ. θεο-) + -ορτος (< όρνυμαι «πηγάζω»), πρβλ. κονι-ορτός, νέ-ορτος].

Greek Monotonic

θέορτος: -ον (ὄρνυμαι), αυτός που αναβλύζει, πηγάζει, εκπορεύεται από τους θεούς, θεσπέσιος, ουράνιος, θείος, σε Πίνδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

θέ-ορτος, ον [ὄρνυμαι]
sprung from the gods, celestial, Pind., Aesch.

English (Woodhouse)

sent by God, godsent, godsend, sent from heaven

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)