εὔπραξις: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[εὐπραξία]].<br />'''Étymologie:''' [[εὔπρακτος]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[εὐπραξία]].<br />'''Étymologie:''' [[εὔπρακτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπραξις:''' εως ἡ Aesch. = [[εὐπραγία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔπραξις:''' ἡ, ποιητ. αντί [[εὐπραξία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εὔπραξις:''' ἡ, ποιητ. αντί [[εὐπραξία]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔπραξις:''' εως ἡ Aesch. = [[εὐπραγία]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὔπραξις]], ιος poet. for [[εὐπραξία]], Aesch.]
|mdlsjtxt=[[εὔπραξις]], ιος poet. for [[εὐπραξία]], Aesch.]
}}
}}

Revision as of 13:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπραξις Medium diacritics: εὔπραξις Low diacritics: εύπραξις Capitals: ΕΥΠΡΑΞΙΣ
Transliteration A: eúpraxis Transliteration B: eupraxis Transliteration C: eypraksis Beta Code: eu)/pracis

English (LSJ)

εως, ἡ, poet. for εὐπραξία, A.Ag.255 (lyr… sed scrib. divisim).

German (Pape)

[Seite 1090] ἡ, p., dasselbe, πέλοιτο δ' οὖν τἀπὶ τούτοισιν εὔπραξις Aesch. Ag. 246, was besser getrennt εὖ πρᾶξις zu schreiben; vgl. Lob. zu Phryn. p. 501.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. εὐπραξία.
Étymologie: εὔπρακτος.

Russian (Dvoretsky)

εὔπραξις: εως ἡ Aesch. = εὐπραγία.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπραξις: ἡ, ποιητ. ἀντὶ εὐπραξία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 255· ἀλλ’ ὁ Λοβέκ. ἐν Φρυν 501 προτιμᾷ πέλοιτο… εὖ πρᾶξις, πρβλ. στ. 500,

Greek Monolingual

εὔπραξις, ἡ (Α)
ευπραξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πράξις].

Greek Monotonic

εὔπραξις: ἡ, ποιητ. αντί εὐπραξία, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὔπραξις, ιος poet. for εὐπραξία, Aesch.]