μεσόλευκος: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />blanc au milieu, mêlé de blanc.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[λευκός]].
|btext=ος, ον :<br />blanc au milieu, mêlé de blanc.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[λευκός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσόλευκος:''' [[белый посредине]]: χιτὼν [[πορφυροῦς]] μ. Xen. пурпуровое платье с белыми полосами.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσόλευκος:''' -ον, αυτός που έχει στο [[μέσο]] του [[λευκό]] [[χρώμα]], χιτὼνπορφυρᾶ [[μεσόλευκος]], [[πορφυρός]] [[χιτώνας]] που στο [[μέσο]] του διακοσμείται με [[λευκό]] [[χρώμα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''μεσόλευκος:''' -ον, αυτός που έχει στο [[μέσο]] του [[λευκό]] [[χρώμα]], χιτὼνπορφυρᾶ [[μεσόλευκος]], [[πορφυρός]] [[χιτώνας]] που στο [[μέσο]] του διακοσμείται με [[λευκό]] [[χρώμα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μεσόλευκος:''' [[белый посредине]]: χιτὼν [[πορφυροῦς]] μ. Xen. пурпуровое платье с белыми полосами.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεσό-λευκος, ον<br />[[middling]] [[white]], χιτὼν πορφυρᾶ μ. a [[tunic]] of [[purple]] [[shot]] with [[white]], Xen.
|mdlsjtxt=μεσό-λευκος, ον<br />[[middling]] [[white]], χιτὼν πορφυρᾶ μ. a [[tunic]] of [[purple]] [[shot]] with [[white]], Xen.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόλευκος Medium diacritics: μεσόλευκος Low diacritics: μεσόλευκος Capitals: ΜΕΣΟΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: mesóleukos Transliteration B: mesoleukos Transliteration C: mesolefkos Beta Code: meso/leukos

English (LSJ)

ον, A middling white, χιτὼν πορφυροῦς μ. a tunic of purple shot with white, X.Cyr.8.3.13, cf. Luc.Alex.11; μ. χιτών alone, JHS41.195 (Delos, ii B. C.), D.C.36.52; opp. πορφύρεος, Ephipp. ap. Ath.12.537e; χλαμὺς μ. D.C.78.3. II Subst., a precious stone, Plin. HN37.174. 2 = λευκὰς ὀρεινή, ib.27.102.

German (Pape)

[Seite 138] in der Mitte weiß, dazwischen weiß, mit weiß gemischt; χιτὼν πορφυροῦς μεσ., Xen. Cyr. 8, 3, 13; Callixen. u. Ephipp. Ath. V, 196 c XII, 537 e; Luc. Alex. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
blanc au milieu, mêlé de blanc.
Étymologie: μέσος, λευκός.

Russian (Dvoretsky)

μεσόλευκος: белый посредине: χιτὼν πορφυροῦς μ. Xen. пурпуровое платье с белыми полосами.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόλευκος: -ον, διάλευκος, χιτὼν πορφυροῦς μεσόλευκος, χιτὼν προφυροῦς μεμιγμένος μὲ λευκὸν χρῶμα, διάλευκος, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13· - ὡσαύτως, μ. χιτών, μόνον, Λουκ. Ἀλέξανδρ. 11· ἐναντίον τῷ πορφύρεος, Ἔφιππ. παρ’ Ἀθην. 537D· πρβλ. μεσοπόρφυρος.

Greek Monolingual

μεσόλευκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι στη μέση λευκός, ο αναμεμιγμένος με λευκό χρώμα, ο διάλευκος
2. το αρσ. ως ουσ.μεσόλευκος
είδος πολύτιμου λίθου
3. το θηλ. ως ουσ.μεσόλευκος
το φυτό λευκάς η ορεινή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + λευκός.

Greek Monotonic

μεσόλευκος: -ον, αυτός που έχει στο μέσο του λευκό χρώμα, χιτὼνπορφυρᾶ μεσόλευκος, πορφυρός χιτώνας που στο μέσο του διακοσμείται με λευκό χρώμα, σε Ξεν.

Middle Liddell

μεσό-λευκος, ον
middling white, χιτὼν πορφυρᾶ μ. a tunic of purple shot with white, Xen.