μελάνδετος: Difference between revisions

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont les attaches <i>ou</i> la monture sont noires.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[δέω]].
|btext=ος, ον :<br />dont les attaches <i>ou</i> la monture sont noires.<br />'''Étymologie:''' [[μέλας]], [[δέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελάνδετος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[с черной перевязью]] или [[в черных ножнах]] ([[φάσγανον]] Hom.; [[ξίφος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[с черной каймой]], [[в черной оправе]] ([[σάκος]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελάνδετος:''' -ον, αυτός που έχει μαύρο [[δέσιμο]] ([[σκελετό]]) ή [[λαβή]], λέγεται για [[ξίφη]] σε μαύρα θηκάρια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· [[σάκος]] μελάνδετον, [[ασπίδα]] με σιδερένιο [[σκελετό]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μελάνδετος:''' -ον, αυτός που έχει μαύρο [[δέσιμο]] ([[σκελετό]]) ή [[λαβή]], λέγεται για [[ξίφη]] σε μαύρα θηκάρια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· [[σάκος]] μελάνδετον, [[ασπίδα]] με σιδερένιο [[σκελετό]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελάνδετος:''' (ᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[с черной перевязью]] или [[в черных ножнах]] ([[φάσγανον]] Hom.; [[ξίφος]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[с черной каймой]], [[в черной оправе]] ([[σάκος]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνδετος Medium diacritics: μελάνδετος Low diacritics: μελάνδετος Capitals: ΜΕΛΑΝΔΕΤΟΣ
Transliteration A: melándetos Transliteration B: melandetos Transliteration C: melandetos Beta Code: mela/ndetos

English (LSJ)

ον, bound or mounted with black, φάσγανα καλὰ μελάνδετα Il.15.713; μελάνδετον ξίφος with iron scabbard, E.Ph.1091; σάκος μελάνδετος iron-rimmed shield, A.Th.43; but μελάνδετον φόνῳ ξίφος E.Or.821 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 119] schwarz gebunden, schwarz umwunden od. eingefaßt, φάσγανον, Il. 15, 713, was man erkl. »in das eiserne Gefäß wohl eingefügt«, wie ξίφος, Eur. Or. 819 Phoen. 1098; σάκος, ein Schild mit einem eisernen Rande, Aesch. Spt. 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les attaches ou la monture sont noires.
Étymologie: μέλας, δέω.

Russian (Dvoretsky)

μελάνδετος: (ᾰ)
1) с черной перевязью или в черных ножнах (φάσγανον Hom.; ξίφος Eur.);
2) с черной каймой, в черной оправе (σάκος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μελάνδετος: -ον, σιδηρόδετος, φάσγανα καλά, μελάνδετα, κατὰ τὴν ἀρίστην ἑρμηνείαν, νοεῖται ἐπὶ τοῦ σιδηροῦ κολεοῦ, Ἰλ. Ο. 713· οὕτω, μ. ξίφος Εὐρ. Φοίν. 1091· σάκος μ., ἀσπὶς ἔχουσα γῦρον σιδηροῦν, Αἰσχύλ. Θήβ. 43· ἀλλὰ μελάνδετον φόνῳ ξίφος Εὐρ. Ὀρ. 821.

English (Autenrieth)

(δέω): black-bound or mounted, i. e. with dark hilt or scabbard, Il. 15.713†.

Greek Monolingual

μελάνδετος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή («μελάνδετον... ξίφος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + δετός (< δέω «δένω»].

Greek Monotonic

μελάνδετος: -ον, αυτός που έχει μαύρο δέσιμο (σκελετό) ή λαβή, λέγεται για ξίφη σε μαύρα θηκάρια, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· σάκος μελάνδετον, ασπίδα με σιδερένιο σκελετό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μελάν-δετος, ον
bound or mounted with black, of swords with black scabbards, Il., Eur.; σάκος μ. an iron-rimmed shield, Aesch.

English (Woodhouse)

black rimmed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)