νεικεστήρ: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />querelleur, agresseur.<br />'''Étymologie:''' [[νεικέω]]. | |btext=ῆρος (ὁ) :<br />querelleur, agresseur.<br />'''Étymologie:''' [[νεικέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεικεστήρ:''' ῆρος ὁ ругатель, хулитель (ἐσθλῶν Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεικεστήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που καυγαδίζει με κάποιον [[άλλο]], [[φιλόνικος]], [[κακολόγος]], [[φιλοκατήγορος]] [[άνθρωπος]]· με γεν., αυτός που κατηγορεί κάποιον, σε Ησίοδ. | |lsmtext='''νεικεστήρ:''' -ῆρος, ὁ, αυτός που καυγαδίζει με κάποιον [[άλλο]], [[φιλόνικος]], [[κακολόγος]], [[φιλοκατήγορος]] [[άνθρωπος]]· με γεν., αυτός που κατηγορεί κάποιον, σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[νεικεστήρ]], ῆρος, ὁ,<br />one who wrangles with [[another]], c. gen., Hes. [from [[νεικέω]] | |mdlsjtxt=[[νεικεστήρ]], ῆρος, ὁ,<br />one who wrangles with [[another]], c. gen., Hes. [from [[νεικέω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, wrangler: c. gen., one who wrangles with, ἐσθλῶν ν. Hes.Op. 716.
German (Pape)
[Seite 236] ῆρος, ὁ, der Zankende, Streitende, Scheltende, ἐσθλῶν, Hes. O. 718.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
querelleur, agresseur.
Étymologie: νεικέω.
Russian (Dvoretsky)
νεικεστήρ: ῆρος ὁ ругатель, хулитель (ἐσθλῶν Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
νεικεστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ φιλόνικος, κακολόγος ἄνθρωπος, κατήγορος, μετὰ γεν, ὁ ψέγων, κακολογῶν τινα, ἐσθλῶν ν. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 714· - παρ’ Ἡσύχ.: «νεικέσσιος· πολέμιος».
Greek Monolingual
νεικεστήρ και, κατά δ. γρφ., νεικητήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. κατήγορος, επιτημητής
2. φιλόνικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νεικεσ- (πρβλ. απρμφ. αόρ. νεικέσ(σ)αι του ρ. νεικέω) + επίθημα -τήρ, δηλωτικό του δράστη ενέργειας, πρβλ. μνησ-τήρ, νασ-τήρ].
Greek Monotonic
νεικεστήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που καυγαδίζει με κάποιον άλλο, φιλόνικος, κακολόγος, φιλοκατήγορος άνθρωπος· με γεν., αυτός που κατηγορεί κάποιον, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
νεικεστήρ, ῆρος, ὁ,
one who wrangles with another, c. gen., Hes. [from νεικέω