νεόρρυτος: Difference between revisions
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />qui coule depuis peu, nouvellement versé (sang).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ῥέω]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />nouvellement tiré (du fourreau).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], ῥύω. | |btext=<span class="bld">1</span>ος, ον :<br />qui coule depuis peu, nouvellement versé (sang).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ῥέω]].<br /><span class="bld">2</span>ος, ον :<br />nouvellement tiré (du fourreau).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], ῥύω. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεόρρῠτος:''' [[свежепролитый]], [[недавно разлившийся]] (πηγαὶ [[γάλακτος]] Soph.; [[κάλλεα]] κηροῦ Anth.).<br /><b class="num">[[νεόρρυτος|νεόρρῡτος]]:</b> [[только что извлеченный]] (из ножен), т. е. обнаженный ([[ξίφος]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεόρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που πρόσφατα κύλησε, σε Σοφ., Ανθ.<br /><b class="num">• νεόρρῡτος:</b> -ον (ῥύω), αυτός που [[μόλις]] τραβήχτηκε, που πρόσφατα σύρθηκε, λέγεται για [[ξίφος]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''νεόρρῠτος:''' -ον ([[ῥέω]]), αυτός που πρόσφατα κύλησε, σε Σοφ., Ανθ.<br /><b class="num">• νεόρρῡτος:</b> -ον (ῥύω), αυτός που [[μόλις]] τραβήχτηκε, που πρόσφατα σύρθηκε, λέγεται για [[ξίφος]], σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νεόρ-ρῠτος, ον [ῥέω]<br />[[fresh]]-[[flowing]], Soph., Anth. <br />νεόρ-ρῡτος, ον [ῥύω]<br />[[newly]] [[drawn]], Aesch. | |mdlsjtxt=νεόρ-ρῠτος, ον [ῥέω]<br />[[fresh]]-[[flowing]], Soph., Anth. <br />νεόρ-ρῡτος, ον [ῥύω]<br />[[newly]] [[drawn]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (ῥέω) A fresh-flowing, πηγαὶ γάλακτος S.El.894; δάκρυα Νυμφᾶν Tim.Fr.7; κάλλεα κηροῦ AP9.363.15 (Mel.); αἷμα Nonn.D.43.134.
νεό-ρρῡτος, ον, (ἐρύω A) A newly drawn, ξίφος A.Ag.1351.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui coule depuis peu, nouvellement versé (sang).
Étymologie: νέος, ῥέω.
2ος, ον :
nouvellement tiré (du fourreau).
Étymologie: νέος, ῥύω.
Russian (Dvoretsky)
νεόρρῠτος: свежепролитый, недавно разлившийся (πηγαὶ γάλακτος Soph.; κάλλεα κηροῦ Anth.).
νεόρρῡτος: только что извлеченный (из ножен), т. е. обнаженный (ξίφος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
νεόρρῠτος: -ον, (ῥέω) ὁ νεωστὶ ῥυείς, ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος, βλέπω ὅτι ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ τύμβου πρὸ μικροῦ ἐρρύησαν ῥύακες γάλακτος, Σοφ. Ἠλ. 894· κάλλεα κηροῦ Ἀνθ. Π. 9. 363, 15.
Greek Monolingual
(I)
νεόρρυτος, -ον (Α)
αυτός που χύθηκε πρόσφατα, φρεσκοχυμένος («ὁρῶ... νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ρρυτος (< ῥέω), πρβλ. αιμό-ρρυτος, μελί-ρρυτος].
(II)
νεόρρυτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (για ξίφος) αυτός που τραβήχθηκε πρόσφατα, που μόλις σύρθηκε από το θηκάρι του («σὺν νεορρύτῳ ξίφει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ρρυτος (< ῥύομαι «έλκω, σύρω»)].
Greek Monotonic
νεόρρῠτος: -ον (ῥέω), αυτός που πρόσφατα κύλησε, σε Σοφ., Ανθ.
• νεόρρῡτος: -ον (ῥύω), αυτός που μόλις τραβήχτηκε, που πρόσφατα σύρθηκε, λέγεται για ξίφος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
νεόρ-ρῠτος, ον [ῥέω]
fresh-flowing, Soph., Anth.
νεόρ-ρῡτος, ον [ῥύω]
newly drawn, Aesch.