παρεκπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=tomber dans un autre sens, s'affaisser.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκπίπτω]].
|btext=tomber dans un autre sens, s'affaisser.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐκπίπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρεκπίπτω:''' (inf. aor. παρεκπεσεῖν) оседать, смещаться (εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[εκπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] έξω, [[γίνομαι]] [[επικλινής]], [[παρεκκλίνω]]<br /><b>2.</b> (για [[λέξη]]) [[εκπίπτω]] [[κατά]] [[τύχη]], [[μένω]] έξω<br /><b>3.</b> [[ορμώ]] σε [[κάτι]] («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν παρεκπεσεῖν», Φίλ. Βελοπ.).
|mltxt=Α [[εκπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] έξω, [[γίνομαι]] [[επικλινής]], [[παρεκκλίνω]]<br /><b>2.</b> (για [[λέξη]]) [[εκπίπτω]] [[κατά]] [[τύχη]], [[μένω]] έξω<br /><b>3.</b> [[ορμώ]] σε [[κάτι]] («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν παρεκπεσεῖν», Φίλ. Βελοπ.).
}}
{{elru
|elrutext='''παρεκπίπτω:''' (inf. aor. παρεκπεσεῖν) оседать, смещаться (εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκπίπτω Medium diacritics: παρεκπίπτω Low diacritics: παρεκπίπτω Capitals: ΠΑΡΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: parekpíptō Transliteration B: parekpiptō Transliteration C: parekpipto Beta Code: parekpi/ptw

English (LSJ)

slope, εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Placit.3.12.1.

German (Pape)

[Seite 513] (s. πίπτω), heraus u. anderswohin fallen, Plut. plac. phil. 3, 12; sich daneben od. heimlich herausschleichen, entkommen, Sp.; ausfallen, von Wörtern, D. Hal. C. V. c. 25.

French (Bailly abrégé)

tomber dans un autre sens, s'affaisser.
Étymologie: παρά, ἐκπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

παρεκπίπτω: (inf. aor. παρεκπεσεῖν) оседать, смещаться (εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παρεκπίπτω: ἐκπίπτω ὡς εἰ κατὰ τύχην, μένω ἔξω, ἐπὶ λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Συντάξ. 25. ΙΙ. ὁρμῶ εἰς, εἰς τὴν πόλιν Φίλων Βελοπ. σελ. 80, 235. ΙΙΙ. γίνομαι ἐπικλινής, κατάντης, εἰς τὰ μεσημβρινὰ μέρη Πλούτ. 2. 895Ε.

Greek Monolingual

Α εκπίπτω
1. πέφτω έξω, γίνομαι επικλινής, παρεκκλίνω
2. (για λέξη) εκπίπτω κατά τύχη, μένω έξω
3. ορμώ σε κάτι («οὐ δυνάμενοι εἰς τὴν πόλιν παρεκπεσεῖν», Φίλ. Βελοπ.).