φερέοικος: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui porte sa maison <i>ou</i> sa tente avec soi, nomade.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[οἶκος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui porte sa maison <i>ou</i> sa tente avec soi, nomade.<br />'''Étymologie:''' [[φέρω]], [[οἶκος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φερέοικος:''' <b class="num">II</b> ὁ домоносец, т. е. садовая улитка Hes.<br />несущий с собой свое жилье, т. е. кочевой (sc. οἱ [[Σκύθαι]] Her.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φερέοικος:''' -ον, αυτός που έχει μαζί του το [[σπίτι]] του, λέγεται για τους [[Σκύθες]], σε Ηρόδ.· ως ουσ., αυτός που κουβαλάει το [[σπίτι]] του, δηλ. το [[σαλιγκάρι]], σε Ησίοδ. | |lsmtext='''φερέοικος:''' -ον, αυτός που έχει μαζί του το [[σπίτι]] του, λέγεται για τους [[Σκύθες]], σε Ηρόδ.· ως ουσ., αυτός που κουβαλάει το [[σπίτι]] του, δηλ. το [[σαλιγκάρι]], σε Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φερέ-οικος, ον,<br />[[carrying]] one's [[house]] with one, of the Scythians, Hdt.:—as [[substantive]] the [[house]]-carrier, i. e. [[snail]], Hes. | |mdlsjtxt=φερέ-οικος, ον,<br />[[carrying]] one's [[house]] with one, of the Scythians, Hdt.:—as [[substantive]] the [[house]]-carrier, i. e. [[snail]], Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A carrying one's house with one, of the Scythians in Hdt.4.46. II Subst., house-carrier, i.e. snail, Hes.Op.571: acc. to others, a kind of wasp, or a tortoise, Hsch., EM790.35, cf. φέροικος.
German (Pape)
[Seite 1261] das Haus mit sich tragend, führend; von den Scythen gesagt Her. 4, 46; von der Schnecke Hes. O. 573; vgl. Ath. II, 63 a; auch von der Schildkröte. – Vgl. φέροικος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte sa maison ou sa tente avec soi, nomade.
Étymologie: φέρω, οἶκος.
Russian (Dvoretsky)
φερέοικος: II ὁ домоносец, т. е. садовая улитка Hes.
несущий с собой свое жилье, т. е. кочевой (sc. οἱ Σκύθαι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
φερέοικος: -ον, ὁ φέρων τὴν οἰκίαν του μεθ’ ἑαυτοῦ, ἐπὶ τῶν Σκυθῶν παρ’ Ἡροδ. 4. 46· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ φέρων μεθ’ ἑαυτοῦ τὴν οἰκίαν του, δηλ. ὁ κοχλίας, Λατ. domiporta (Ποιητὴς παρὰ Κικέρωνι Div. 2. 64), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 569· κατ’ ἄλλους ζῷον ὅμοιον γαλῇ ἢ εἶδος ζῴου μείζονος σφηκός· «φερέοικος... ἔνιοι ζῷον ὅμοιον γαλῇ ὑπὸ δρυσὶ καὶ ἐλάταις γινόμενον. οἱ δὲ ζῷον σφηκὸς μεῖζον» Ἡσύχ., κλπ.· πρβλ. ὡσαύτως φέροικος.
Greek Monolingual
-η, -ο / φερέοικος, -ον, ΝΜΑ, και φέροικος, ὁ, Α
1. (για ζώο) αυτός που κουβαλά μαζί του το σπίτι του, όπως λ.χ., το σαλιγκάρι ή η χελώνα
2. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ φερέοικος·α) είδος φιδιού
β) (κατά τον Ησύχ.) είδος σφήκας ή είδος χελώνας
2. (μόνον ο τ. φέροικος) είδος ζώου λευκού χρώματος που μοιάζει με σκίουρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + οἶκος (πρβλ. σωσί-οικος, ὠλεσί-οικος)].
Greek Monotonic
φερέοικος: -ον, αυτός που έχει μαζί του το σπίτι του, λέγεται για τους Σκύθες, σε Ηρόδ.· ως ουσ., αυτός που κουβαλάει το σπίτι του, δηλ. το σαλιγκάρι, σε Ησίοδ.
Middle Liddell
φερέ-οικος, ον,
carrying one's house with one, of the Scythians, Hdt.:—as substantive the house-carrier, i. e. snail, Hes.