ἀμβλυώσσω: Difference between revisions
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />avoir la vue faible ; τὸ ἀμβλυῶττον PLUT faiblesse de la vue.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμβλύς]], [[ὤψ]]. | |btext=<i>seul. prés.</i><br />avoir la vue faible ; τὸ ἀμβλυῶττον PLUT faiblesse de la vue.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμβλύς]], [[ὤψ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμβλυώσσω:''' атт. [[ἀμβλυώττω]] Plat., Luc., Plut. = [[ἀμβλυωπέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμβλυώσσω:''' Αττ. -ττω, μόνο στον ενεστ., ([[ἀμβλύς]]), έχω ασθενή όραση, είμαι μύωπας, [[κοντόφθαλμος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ἀμβλ. πρὸς τὸ [[φῶς]], είμαι [[τυφλός]] ως προς αυτό, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀμβλυώσσω:''' Αττ. -ττω, μόνο στον ενεστ., ([[ἀμβλύς]]), έχω ασθενή όραση, είμαι μύωπας, [[κοντόφθαλμος]], σε Πλάτ. κ.λπ.· ἀμβλ. πρὸς τὸ [[φῶς]], είμαι [[τυφλός]] ως προς αυτό, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀμβλύς]] only in pres.]<br />to be dim-sighted, Plat., etc.; ἀμβλ. πρὸς τὸ φῶς to be [[blind]] to it, Luc. | |mdlsjtxt=[[ἀμβλύς]] only in pres.]<br />to be dim-sighted, Plat., etc.; ἀμβλ. πρὸς τὸ φῶς to be [[blind]] to it, Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 3 October 2022
English (LSJ)
Att. ἀμβλυώττω, only in pres.: (ἀμβλύς):—to be short-sighted, have weak sight, Hp.Prorrh.2.42, etc., Pl.R.508c, al., Hp.Mi.374d; ἀ. πρὸς τὸ φῶς to be dazzled by it, Luc. Cont.1, cf. Jul.Or.5.163a; ἀ. τὰ τηλικαῦτα Luc. Tim.27; τὸ τοῦ γήρως ἀμβλυῶττον Plu.2.13e.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): át. -ττω
tener la vista débil, ver borroso o mal Hp.Prog.7, A.Fr.55.6, Pl.R.508c, 517d, Hp.Mi.374d, X.Cyn.5.27, Luc.Herm.20, Artern.1.26, τοῖς ὀφθαλμοῖς ἀμβλυώσσων PSI 1103.14 (III d.C.) en BL 4.89, cf. Hdn.Gr.2.446, Hsch.
•c. constr. que indican la causa ὑπ' αὐτοῦ (νουσήματος) Hp.Prorrh.2.42, ὑπὸ γήρως Luc.Icar.6, τὸ τοῦ γήρως ἀμβλυῶττον Plu.2.13d
•c. otras constr., πρὸς τὸ φῶς Luc.Cont.1, πρὸς τὰ γινόμενα Luc.Tim.2, τὰ τηλικαῦτα Luc.Tim.27.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
avoir la vue faible ; τὸ ἀμβλυῶττον PLUT faiblesse de la vue.
Étymologie: ἀμβλύς, ὤψ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβλυώσσω: атт. ἀμβλυώττω Plat., Luc., Plut. = ἀμβλυωπέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβλυώσσω: Ἀττ. -ττω, μόνον κατ’ ἐνεστ.: (ἀμβλύς)· εἶμαι ἀμβλυωπός, μύωψ, «κοντόφθαλμος», ἔχω ἀσθενῆ τὴν ὅρασιν, Ἱππ. 168Η, 113Ε, κτλ., Πλάτ. Πολ. 508C, D, 516E, 517D, Ἱππ. Ἐλ. 347D· ἀμβλ. πρὸς τὸ φῶς = τυφλώττω πρὸς τὸ φῶς, ἐμπρὸς εἰς τὸ φῶς, Λουκ. Χάρ. ἢ Ἐπισκ. 1: ἀλλ’ ἀμβλ. τὰ τηλικαῦτα ὁ αὐτ. Τίμ. 27· τὸ ἀμβλυῶττον = ἀμβλυωγμός, Πλούτ. 2. 13Ε.
Greek Monotonic
ἀμβλυώσσω: Αττ. -ττω, μόνο στον ενεστ., (ἀμβλύς), έχω ασθενή όραση, είμαι μύωπας, κοντόφθαλμος, σε Πλάτ. κ.λπ.· ἀμβλ. πρὸς τὸ φῶς, είμαι τυφλός ως προς αυτό, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἀμβλύς only in pres.]
to be dim-sighted, Plat., etc.; ἀμβλ. πρὸς τὸ φῶς to be blind to it, Luc.