ἀνάκανθος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />sans arête.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἄκανθα]].
|btext=ος, ον :<br />sans arête.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἄκανθα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάκανθος:''' [[без костного хребта]], [[бескостный]] (κήτεα Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνάκανθος:''' -ον ([[ἄκανθα]]), αυτός που δεν έχει ραχοκοκκαλιά· λέγεται για συγκεκριμένα ψάρια, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀνάκανθος:''' -ον ([[ἄκανθα]]), αυτός που δεν έχει ραχοκοκκαλιά· λέγεται για συγκεκριμένα ψάρια, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνάκανθος:''' [[без костного хребта]], [[бескостный]] (κήτεα Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἄκανθα]]<br />without [[spine]], of [[certain]] [[fish]], Hdt.
|mdlsjtxt=[[ἄκανθα]]<br />without [[spine]], of [[certain]] [[fish]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 17:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκανθος Medium diacritics: ἀνάκανθος Low diacritics: ανάκανθος Capitals: ΑΝΑΚΑΝΘΟΣ
Transliteration A: anákanthos Transliteration B: anakanthos Transliteration C: anakanthos Beta Code: a)na/kanqos

English (LSJ)

ον, A without a spine, of certain fish, Hdt.4.53; κοχλίας Aenigm. ap. Ath.2.63b. 2 of plants, without thorns, Thphr.HP 3.12.9.

Spanish (DGE)

-ον
no espinoso, sin espinas de cierto pez κήτεά τε μεγάλα ἀνάκανθα, τὰ ἀντακαίους καλέουσι Hdt.4.53, κοχλίαι enigma en Ath.63b, de plantas, Thphr.HP 3.12.9.

German (Pape)

[Seite 191] ohne Dorn; ohne Rückgrat u. Gräten, Her. 4, 53; Ath. II, 63 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans arête.
Étymologie: , ἄκανθα.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάκανθος: без костного хребта, бескостный (κήτεα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκανθος: -ον, ἄνευ ἀκανθής (ῥαχοκοκκάλου), οὕτως ὀνομάζεται ὁ ἀντακαῖος, ἰχθὺς μέγας ζῶν ἐν τῷ Βορυσθένει ποταμῷ καὶ ἀλλαχοῦ, Ἡρόδ. 4. 53. 2) ἐπὶ φυτῶν, ἄνευ ἀκανθῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 3. 12, 9, «ἀνάκανθα ῥόδα» Κ. Μανασσ. Χρον. 202.

Greek Monolingual

-ον (Α ἀνάκανθος) ἄκανθα
1. ο χωρίς σπονδυλική στήλη, ραχοκοκαλιά
2. (για ψάρια, φυτά κ.λπ.) αυτός που δεν έχει αγκάθια
3. το αρσ. ως ουσ. ο ανάκανθος
είδος ψαριού.

Greek Monotonic

ἀνάκανθος: -ον (ἄκανθα), αυτός που δεν έχει ραχοκοκκαλιά· λέγεται για συγκεκριμένα ψάρια, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἄκανθα
without spine, of certain fish, Hdt.