ἀνανήχομαι: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=revenir sur l'eau, surnager.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], νήχομαι. | |btext=revenir sur l'eau, surnager.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], νήχομαι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνανήχομαι:''' [[выплывать на поверхность]] (ἐν τοῖς ὑγροῖς Arst.; δελφῖνες ἀνανηξάμενοι Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνανήχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιπλέω]], [[κολυμπώ]], [[ανέρχομαι]] στην [[επιφάνεια]] υγρού<br /><b>2.</b> [[ανακτώ]] την [[υγεία]] μου, [[αναρρώνω]], αναζωογονούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νήχομαι]] «[[πλέω]], [[κολυμπώ]]»]. | |mltxt=[[ἀνανήχομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιπλέω]], [[κολυμπώ]], [[ανέρχομαι]] στην [[επιφάνεια]] υγρού<br /><b>2.</b> [[ανακτώ]] την [[υγεία]] μου, [[αναρρώνω]], αναζωογονούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νήχομαι]] «[[πλέω]], [[κολυμπώ]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:35, 3 October 2022
English (LSJ)
A = ἀνανέω, swim, Arist.Resp.475b1 (s. v.l.); rise to the surface, Plu 2.985b: metaph., revive, recover, Ael.NA8.4; ὥσπερ ἐκ κλύδωνος Ph.1.260; ἐκ νόσου λοιμώδους Paus.7.17.1. 2 swim up-stream, Opp.H.1.120:—Act. form ἀνανήξας· διαπλεύσας, Hsch.; cf. ἀνήξεις· κολυμβήσεις (fort. ἀννήξεις· ἀνακ.), Id.
Spanish (DGE)
• Morfología: [act. ἀνανήξας Hsch.]
I 1nadar río arriba ἐκ δ' ἁλὸς ἐς προχοὰς Opp.H.1.120.
2 subir a la superficie δελφῖνες Plu.2.985b
•fig. recobrarse ἐκ κλύδωνος Ph.1.260, ἀπὸ νόσου Paus.7.17.2, cf. Ael.NA 8.4.
II nadar Arist.Iuu.475b1.
German (Pape)
[Seite 199] = ἀνανέω, Opp. H. 1, 119; ἀνανηξάμενοι Plut. sol. an. 36; act., Orac. Sibyll.
French (Bailly abrégé)
revenir sur l'eau, surnager.
Étymologie: ἀνά, νήχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνανήχομαι: выплывать на поверхность (ἐν τοῖς ὑγροῖς Arst.; δελφῖνες ἀνανηξάμενοι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανήχομαι: ἀποθ., = ἀνανέω, ἐπιπλέω, ἐν τοῖς ὑγροῖς πολὺν χρόνον ἀνανήχεται τὰ ἔντομα τῶν ζῴων Ἀριστ. Περὶ ἀναπν. 9. 8, Πλούτ. 2. 985B: ― μεταφ., ἀναλαμβάνω, ἀνακτῶμαι τὴν ὑγείαν μου, ἐκ νόσου λοιμώδους ἀν. Παυσ. 7. 17, 2.
Greek Monolingual
ἀνανήχομαι (Α)
1. επιπλέω, κολυμπώ, ανέρχομαι στην επιφάνεια υγρού
2. ανακτώ την υγεία μου, αναρρώνω, αναζωογονούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + νήχομαι «πλέω, κολυμπώ»].