ἀκροκνέφαιος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἀκροκνεφής]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἀκροκνεφής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκροκνέφαιος:''' [[появляющийся с наступлением сумерек]] ([[Ἀρκτοῦρος]] Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκροκνέφαιος:''' -ον ([[κνέφας]]), στην [[αρχή]] της νύχτας, στο [[λυκόφως]] ή [[σούρουπο]], σε Ησίοδ.· ομοίως και, ἀκρο-κνεφής, <i>-ές</i>, σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀκροκνέφαιος:''' -ον ([[κνέφας]]), στην [[αρχή]] της νύχτας, στο [[λυκόφως]] ή [[σούρουπο]], σε Ησίοδ.· ομοίως και, ἀκρο-κνεφής, <i>-ές</i>, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κνέφας]]<br />at the [[beginning]] of [[night]], in [[twilight]], Hes. | |mdlsjtxt=[[κνέφας]]<br />at the [[beginning]] of [[night]], in [[twilight]], Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, at beginning of night, in twilight, Hes.Op.567:—also ἀκρο-κνεφής, ές, of morning twilight, Luc.Lex.11, Id.Rh.Pr.17; cf. ἀκρόκνεφα· πρὸς ὄρθρον, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
anochecido, vespertino, crepuscular, Ἀρκτοῦρος ... ἐπιτέλλεται ἀ. Hes.Op.567, cf. Sch.Ar.Ach.142.
German (Pape)
[Seite 83] mit Anfang der Dämmerung, Hes. op. 567 ἐπιτέλλεται Ἀρκτοῦρος, vom Spätaufgange des Arktur.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀκροκνεφής.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροκνέφαιος: появляющийся с наступлением сумерек (Ἀρκτοῦρος Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροκνέφαιος: -ον, ὁ ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς νυκτός, κατὰ τὰ σουρπώματα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 565˙ οὕτω καὶ ἀκροκνεφής, ές, Λουκ. Ρητ. διδ. 10, Λεξίφ. 11.
Greek Monolingual
ἀκροκνέφαιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται ή συντελείται κατά τη νύχτα, το σούρουπο, μόλις αρχίζει να σκοτεινιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + κνεφαῖος < κνέφας «σκότος»].
Greek Monotonic
ἀκροκνέφαιος: -ον (κνέφας), στην αρχή της νύχτας, στο λυκόφως ή σούρουπο, σε Ησίοδ.· ομοίως και, ἀκρο-κνεφής, -ές, σε Λουκ.