ἀνταπολαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=recevoir en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], ἀπολάμβανω.
|btext=recevoir en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], ἀπολάμβανω.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνταπολαμβάνω:''' [[получать взамен или в воздаяние]] (τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Plat.; [[χάριν]] Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνταπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[λαμβάνω]] ή [[αποδέχομαι]] ως [[αντάλλαγμα]], σε Πλάτ., Δημ.
|lsmtext='''ἀνταπολαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[λαμβάνω]] ή [[αποδέχομαι]] ως [[αντάλλαγμα]], σε Πλάτ., Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνταπολαμβάνω:''' [[получать взамен или в воздаяние]] (τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Plat.; [[χάριν]] Dem.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[receive]] or [[accept]] in [[return]], Plat., Dem.
|mdlsjtxt=<br />to [[receive]] or [[accept]] in [[return]], Plat., Dem.
}}
}}

Revision as of 17:48, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταπολαμβάνω Medium diacritics: ἀνταπολαμβάνω Low diacritics: ανταπολαμβάνω Capitals: ΑΝΤΑΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: antapolambánō Transliteration B: antapolambanō Transliteration C: antapolamvano Beta Code: a)ntapolamba/nw

English (LSJ)

receive or accept in return, ἑστίασιν Pl.Ti.27b; χάριν D.20.46.

Spanish (DGE)

1 recibir, aceptar a su vez ἑστίασιν Pl.Ti.27b, χάριν D.20.46, Ael.Ep.8, τὴν ἄνωθεν ὕπαρξιν Corp.Herm.16.4.
2 sufrir un castigo ἐκ νόμων PMasp.97ue.75 (VI d.C.).

German (Pape)

[Seite 244] (s. λαμβάνω), dagegen empfangen, Plat. Tim. 27 b; χάριν Dem. 20, 46.

French (Bailly abrégé)

recevoir en retour.
Étymologie: ἀντί, ἀπολάμβανω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταπολαμβάνω: получать взамен или в воздаяние (τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Plat.; χάριν Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταπολαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, ἀπολαμβάνω ἐν τῷ μέρει, ἀπολαμβάνω ἀμοιβαίως, τελέως τε καὶ λαμπρῶς ἔοικα ἀνταπολήψεσθαι τὴν τῶν λόγων ἑστίασιν Πλάτ. Τίμ. 27Β, Δημ. 471. 2.

Greek Monolingual

ἀνταπολαμβάνω (Α)
παίρνω ή δέχομαι κάτι ως ανταπόδοση.

Greek Monotonic

ἀνταπολαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, λαμβάνω ή αποδέχομαι ως αντάλλαγμα, σε Πλάτ., Δημ.

Middle Liddell


to receive or accept in return, Plat., Dem.