ἀποδρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=cueillir;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποδρέπομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δρέπω]].
|btext=cueillir;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀποδρέπομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δρέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδρέπω:''' [[срывать]], [[собирать]] ([[βότρυς]] Hes.; ἥβας καρπόν Pind.; med. δρόσον καὶ χνοῦν Plut.; ἀγλαΐην Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αποκόπτω]], [[μαζεύω]], [[συλλέγω]] καρπούς, σε Πίνδ.· ἀπόδρεπε [[οἴκαδε]] [[βότρυς]], κόψε και πάρε στο [[σπίτι]] [[σου]] τα σταφύλια, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἀποδρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αποκόπτω]], [[μαζεύω]], [[συλλέγω]] καρπούς, σε Πίνδ.· ἀπόδρεπε [[οἴκαδε]] [[βότρυς]], κόψε και πάρε στο [[σπίτι]] [[σου]] τα σταφύλια, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδρέπω:''' [[срывать]], [[собирать]] ([[βότρυς]] Hes.; ἥβας καρπόν Pind.; med. δρόσον καὶ χνοῦν Plut.; ἀγλαΐην Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[pluck]] off, Pind.; ἀπόδρεπε [[οἴκαδε]] [[βότρυς]] [[pluck]] and [[take]] them [[home]], Hes., Anth.
|mdlsjtxt=<br />to [[pluck]] off, Pind.; ἀπόδρεπε [[οἴκαδε]] [[βότρυς]] [[pluck]] and [[take]] them [[home]], Hes., Anth.
}}
}}

Revision as of 18:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδρέπω Medium diacritics: ἀποδρέπω Low diacritics: αποδρέπω Capitals: ΑΠΟΔΡΕΠΩ
Transliteration A: apodrépō Transliteration B: apodrepō Transliteration C: apodrepo Beta Code: a)podre/pw

English (LSJ)

pluck off, ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς pluck and take them home, Hes.Op. 611; pluck off hair, Hp.Mul.2.106: metaph., ἀ.καρπὸν ἥβας Pi.P..9.110, cf. O.1.13; τὸν ἀφροδισίων κῆπον Archipp.2 D.:—Med., μαλθακᾶς ὥρας ἀρας καρπὸν δρέπεσθαι Pi.Fr.122.8, cf. AP6.303 (Aristo), Plu. 2.79d.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. inf. -δρέπεν Hes.Op.611]
1 cortar, coger flores o frutas ἀποδρέπεν οἴκαδε βότρυς Hes.l.c.
fig. del fruto de la juventud o el amor Ἥβας καρπόν Pi.P.9.110, ἀλλοτρίας (ὥρας) Bio Bor.57
recolectar, e.e. disfrutar de τὸν Ἀφροδίσιον κῆπον Archipp.45A
en v. med. μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι Pi.Fr.122.8.
2 en gener. arrancar abs. del vello, Hp.Mul.1.106, cf. Hsch.
coger en v. med. c. ac. πίονα τυρὸν ἀποδρέψεσθε καὶ αὔην ἰσχάδα AP 6.303 (Aristo), δρόσον καὶ χνοῦν Plu.2.79d
c. gen. χρυσίου Alciphr.3.15.2.

French (Bailly abrégé)

cueillir;
Moy. ἀποδρέπομαι m. sign.
Étymologie: ἀπό, δρέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδρέπω: срывать, собирать (βότρυς Hes.; ἥβας καρπόν Pind.; med. δρόσον καὶ χνοῦν Plut.; ἀγλαΐην Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδρέπω: μέλλ. -ψω, ἀποκόπτων, συλλέγω, ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς, κόπτε καὶ φέρε αὐτοὺς εἰς τὴν οἰκίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 608· ἀπ. καρπὸν ἥβας Πινδ. Π. 9. 193, πρβλ. Ο. 1. 20, οὕτως ἐν μέσ. τύπ., μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 87. 8· πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 303, Πλούτ. 2. 79D.

English (Slater)

ἀποδρέπω pluck, cull χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον (P. 9.110) med., ὑμῖν ἄνευθ' ἐπαγορίας ἔπορεν, ὦ παῖδες, ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 8. cf. (O. 1.13)

Greek Monolingual

ἀποδρέπω (Α)
1. κόβω και μαζεύω άνθη ή καρπούς
2. απολαμβάνω, χαίρομαι κάτι.

Greek Monotonic

ἀποδρέπω: μέλ. -ψω, αποκόπτω, μαζεύω, συλλέγω καρπούς, σε Πίνδ.· ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς, κόψε και πάρε στο σπίτι σου τα σταφύλια, σε Ησίοδ.

Middle Liddell


to pluck off, Pind.; ἀπόδρεπε οἴκαδε βότρυς pluck and take them home, Hes., Anth.