ἀπολογισμός: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compte que l'on rend (de qch).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολογίζομαι]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compte que l'on rend (de qch).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολογίζομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολογισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[отчет]] (Aeschin., Polyb.; ἀπολογισμὸν τῶν πράξεων ποιεῖσθαι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> оправдание; объяснение, обоснование (ἀπολογισμοὺς φέρειν περί τινος Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[изложение]], [[сообщение]] (τινος и περί τινος Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολογισμός:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[απόδοση]] λογαριασμού, [[λογοδοσία]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[υπολογισμός]] που έχει κρατηθεί σε γραπτή [[μορφή]], [[καταγραφή]], το [[αρχείο]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀπολογισμός:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[απόδοση]] λογαριασμού, [[λογοδοσία]], σε Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[υπολογισμός]] που έχει κρατηθεί σε γραπτή [[μορφή]], [[καταγραφή]], το [[αρχείο]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολογισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[отчет]] (Aeschin., Polyb.; ἀπολογισμὸν τῶν πράξεων ποιεῖσθαι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> оправдание; объяснение, обоснование (ἀπολογισμοὺς φέρειν περί τινος Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[изложение]], [[сообщение]] (τινος и περί τινος Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀπολογίζομαι]]<br /><b class="num">1.</b> a giving [[account]], [[statement]], Aeschin.<br /><b class="num">2.</b> an [[account]] kept, [[record]], Luc.
|mdlsjtxt=[from [[ἀπολογίζομαι]]<br /><b class="num">1.</b> a giving [[account]], [[statement]], Aeschin.<br /><b class="num">2.</b> an [[account]] kept, [[record]], Luc.
}}
}}

Revision as of 18:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολογισμός Medium diacritics: ἀπολογισμός Low diacritics: απολογισμός Capitals: ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: apologismós Transliteration B: apologismos Transliteration C: apologismos Beta Code: a)pologismo/s

English (LSJ)

ὁ, A giving account, statement of reasons, etc., v.l. in Aeschin.3.247, Plb.10.11.5. 2 account kept, record, ἀναλωμάτων Luc.Dem.Enc.33; ἀπολογισμὸν ποιήσασθαι Klio18.276 (Delph., ii B. C.), cf. Plu.Per.23, POxy.297.5 (i A. D.): in plural, Plu.2.822e. 3 narration, Plb.10.21.8. 4 = ἀπολογία, Zeno Stoic.1.55; τοῦ βίου, τῶν πράξεων, Plu.2.726b, Sull.34.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
A I1rendición de cuentas τῶν ἐμῶν ἀναλωμάτων Luc.Dem.Enc.33, τῆς στρατηγίας Plu.Per.23, ἀπολογισμὸν ποιήσασθαι FD 3.146.11 (II a.C.), τοῦ ἐδάφους catastro, PTeb.30.25 (II a.C.).
2 lista, relación τῶν [π] ρ[ο] βάτων POxy.297.5 (I d.C.), ἀρνίω(ν) PSarap.52.65 (II d.C.), ἀφηλίκων PMich.603.9 (II d.C.).
II exposición de razones τὴν ψῆφον φέρετε, εἰς ἀπολογισμὸν τοῖς νῦν ... οὐ παροῦσι τῶν πολιτῶν emitid el voto de modo que os podáis justificar ante los ciudadanos que no están aquí Aeschin.3.247, πρὸς τοὺς Ῥοδίους Plb.15.23.2, ὑπὲρ ἑκάστου τῶν προειρημένων Plb.10.21.5
plu. argumentos Plb.10.11.5, περὶ τῶν ἐγκαλουμένων Plb.4.14.7, περὶ τῆς ἰδίας αἱρέσεως Plb.24.12.1, ἀπολογισμοὺς ποιήσασθαι ofrecer argumentos Plb.3.11.4.
III defensa, argumento καθῆκόν φασιν εἶναι ὃ πραχθὲν εὔλογόν [τε] ἴσχει ἀπολογισμόν Zeno Stoic.1.55 (= 3.134), τὸν θαυμάσιον ἐκεῖνον ἀπολογισμὸν προφερόμεναι Clem.Al.Paed.2.12.119, c. gen. τοῦ βίου Plu.2.726b, τῶν πράξεων Plu.Sull.34, τὸν ἀπολογισμὸν ὑποσχεῖν τοῦ μή ... Eus.PE 10.4.31
c. prep. ὑπὲρ ὧν ᾐτιάζετο D.C.41.1.3.
B argumento del que el adversario no puede hacer uso Charis 285.

German (Pape)

[Seite 313] ὁ, das Rechnungführen, Rechnungablegen, Sp.; Rechnung, Luc. Dem. enc. 33; Rechtfertigung, Aesch. 3, 247; Cic. Att. 16, 7. Bei Pol. Darlegung, Auseinandersetzung, ὁ κεφαλαιώδης τῶν πράξεων ἀπ. 10, 24; ποιεῖσθαι περί τινος 3, 11. 4, 85; ἀπολογισμοὺς φέρειν περί τινος, Gründe anführen, 9, 25. 10, 24 u. oft, wie Plut.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compte que l'on rend (de qch).
Étymologie: ἀπολογίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολογισμός:
1) отчет (Aeschin., Polyb.; ἀπολογισμὸν τῶν πράξεων ποιεῖσθαι Plut.);
2) оправдание; объяснение, обоснование (ἀπολογισμοὺς φέρειν περί τινος Polyb.);
3) изложение, сообщение (τινος и περί τινος Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολογισμός: ὁ, τὸ ἀπολογίζεσθαι, τὸ διδόναι λόγον, Αἰσχίν. 89. 8, Πολύβ. 10. 11, 5. 2) λογαριασμός, σημείωσις λογαριασμοῦ, ἀναλωμάτων Λουκ. Δημοσθ. 33, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3598. 33. 3) λεπτομερὴς διήγησις, Πολύβ. 10. 24, 8.

Greek Monolingual

ο (Α ἀπολογισμός)
νεοελλ.
1. απόδοση λεπτομερούς λογαριασμού ορισμένης διαχείρισης
2. ανακεφαλαίωση, συνοπτική παρουσίαση
αρχ.
1. διήγηση, έκθεση
2. απολογία.

Greek Monotonic

ἀπολογισμός: ὁ,
1. απόδοση λογαριασμού, λογοδοσία, σε Αισχίν.
2. υπολογισμός που έχει κρατηθεί σε γραπτή μορφή, καταγραφή, το αρχείο, σε Λουκ.

Middle Liddell

[from ἀπολογίζομαι
1. a giving account, statement, Aeschin.
2. an account kept, record, Luc.