ἀπόπειρα: Difference between revisions
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />essai, épreuve.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πεῖρα]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />essai, épreuve.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[πεῖρα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόπειρα:''' ἡ [[попытка]], [[проба]] (τινος Her., Thuc., Polyb., Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόπειρα:''' ἡ, [[δοκιμή]], [[εγχείρημα]], [[τόλμημα]], σε Ηρόδ., Θουκ. | |lsmtext='''ἀπόπειρα:''' ἡ, [[δοκιμή]], [[εγχείρημα]], [[τόλμημα]], σε Ηρόδ., Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=a [[trial]], [[essay]], Hdt., Thuc. | |mdlsjtxt=a [[trial]], [[essay]], Hdt., Thuc. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, trial, venture, ἀ. ποιεῖσθαι τῆς μάχης make trial of their way of fighting, Hdt.8.9; ναυμαχίας ἀ. λαμβάνειν Th.7.21; δοῦναι ἀ. εὐσεβείας give proof of it, Ph.1.650.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
tentativa, prueba ἀπόπειραν αὐτῶν ποιήσασθαι τῆς μάχης poner a prueba su manera de luchar Hdt.8.9, ναυμαχίας ἀπόπειραν λαμβάνειν Th.7.21, δοὺς ἀπόπειραν εὐσεβείας dando prueba de piedad Ph.1.650, ἀπόπειρα ἐγένετο fue una prueba o intentona D.17.26, κόρακα εἰς ἀπόπειραν ἔτρεφεν crió un cuervo como prueba o experimento Hierocl.Facet.255
•de opiniones o intenciones sondeo, tanteo τῆς ἑκάστου προαιρέσεως Plb.27.4.2, πεμφθέντος εἰς ἀπόπειραν ἐπὶ τίνος ἐστὶ γνώμης habiendo sido enviado para sondear cuál era la opinión Plb.21.34.3.
German (Pape)
[Seite 318] ἡ, Versuch, Probe, τινὸς ποιεῖσθαι Her. 8, 9; ἀπόπειραν λαμβάνειν ναυμαχίας Thuc. 7, 21; Pol. 27, 4; vgl. 22, 17 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
essai, épreuve.
Étymologie: ἀπό, πεῖρα.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπειρα: ἡ попытка, проба (τινος Her., Thuc., Polyb., Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπειρα: δοκιμή, τόλμημα, ἀπ. ποιεῖσθαι τῆς μάχης, δοκιμάζειν τίνι τρόπῳ μάχονται, Ἡρόδ. 8. 9˙ ἀπ. ναυμαχίας λαμβάνειν, δοκιμὴν ναυμαχίας ποιεῖν, Θουκ., 7. 21˙ δοῦναι ἀπ. εὐσεβείας, ἀπόδειξιν εὐσεβείας, Φίλων 1. 650.
Greek Monolingual
η (AM ἀπόπειρα)
δοκιμαστική ενέργεια, προσπάθεια
νεοελλ.
1. η πράξη που επιχειρείται με τον δόλο τέλεσης κακουργήματος ή πλημμελήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτέλεσης του εγκλήματος, το οποίο όμως δεν πραγματώθηκε πλήρως
2. φρ. α) «απόπειρα συμβιβασμού» (για συζύγους που βρίσκονται σε διάσταση)
β) «απόπειρα αυτοκτονίας».
Greek Monotonic
ἀπόπειρα: ἡ, δοκιμή, εγχείρημα, τόλμημα, σε Ηρόδ., Θουκ.