ἐκμαστεύω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />rechercher, poursuivre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μαστεύω]].
|btext=-ῶ :<br />rechercher, poursuivre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μαστεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκμαστεύω:''' [[varia lectio|v.l.]] ἐκματεύω выслеживать, отыскивать (ὡς [[κύων]] νεβρόν Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐκμαστεύω]])<br />[[ανιχνεύω]], [[προσπαθώ]] να βρω και να [[φέρω]] στην [[επιφάνεια]] ([[συνήθως]] για υπόγεια ύδατα)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρακολουθώ]] με [[προσοχή]].
|mltxt=(AM [[ἐκμαστεύω]])<br />[[ανιχνεύω]], [[προσπαθώ]] να βρω και να [[φέρω]] στην [[επιφάνεια]] ([[συνήθως]] για υπόγεια ύδατα)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παρακολουθώ]] με [[προσοχή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκμαστεύω:''' [[varia lectio|v.l.]] ἐκματεύω выслеживать, отыскивать (ὡς [[κύων]] νεβρόν Aesch.).
}}
}}

Revision as of 19:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμαστεύω Medium diacritics: ἐκμαστεύω Low diacritics: εκμαστεύω Capitals: ΕΚΜΑΣΤΕΥΩ
Transliteration A: ekmasteúō Transliteration B: ekmasteuō Transliteration C: ekmasteyo Beta Code: e)kmasteu/w

English (LSJ)

track out, ὡς κύων νεβρὸν πρὸς αἷμα ἐ. A.Eu.247, Ph. Bybl. ap. Eus.PE1.9.

Spanish (DGE)

seguir el rastro de, rastrear ὡς κύων νεβρὸν πρὸς αἷμα καὶ σταλαγμὸν ἐκμαστεύομεν A.Eu.247
fig. investigar τὰ Τααύτου Herenn.Phil.Hist.1.23.

German (Pape)

[Seite 769] ausspähen, aufsuchen, ὡς κύων νεβρόν Aesch. Eum. 238.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rechercher, poursuivre.
Étymologie: ἐκ, μαστεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμαστεύω: v.l. ἐκματεύω выслеживать, отыскивать (ὡς κύων νεβρόν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμαστεύω: ἰχνεύω, ἀνιχνεύω, ἰχνηλατῶ, Φίλων Βιβλ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 31D. - Ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 247 ὁ Ἀττ. τύπος: ὡς κύων νεβρὸν πρὸς αἷμα... ἐκματεύομεν ἀποκατέστη ὑπὸ Δινδ., ὃν ἴδε ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

(AM ἐκμαστεύω)
ανιχνεύω, προσπαθώ να βρω και να φέρω στην επιφάνεια (συνήθως για υπόγεια ύδατα)
αρχ.
παρακολουθώ με προσοχή.