ἐξείλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=chasser de, déposséder de, gén..<br />'''Étymologie:''' var. de [[ἐξίλλω]] ; [[ἐξ]], [[εἴλλω]].
|btext=chasser de, déposséder de, gén..<br />'''Étymologie:''' var. de [[ἐξίλλω]] ; [[ἐξ]], [[εἴλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξείλλω:''' Dem. [[varia lectio|v.l.]] = [[ἐξίλλω]] 2.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξείλλω:'''<b class="num">I.</b> [[απαλλάσσω]], [[ξεμπερδεύω]], [[ξεμπλέκω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κρατώ]] με τη [[βία]] από, [[αποστερώ]] κάποιον από [[κάτι]], <i>τινά τινος</i>, σε Δημ.
|lsmtext='''ἐξείλλω:'''<b class="num">I.</b> [[απαλλάσσω]], [[ξεμπερδεύω]], [[ξεμπλέκω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κρατώ]] με τη [[βία]] από, [[αποστερώ]] κάποιον από [[κάτι]], <i>τινά τινος</i>, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξείλλω:''' Dem. [[varia lectio|v.l.]] = [[ἐξίλλω]] 2.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[disentangle]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[keep]] [[forcibly]] from, [[debar]] from, τινά τινος Dem.<br />B. e)ceile/w<br /><b class="num">1.</b> to [[unfold]], Luc.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[disentangle]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[keep]] [[forcibly]] from, [[debar]] from, τινά τινος Dem.<br />B. e)ceile/w<br /><b class="num">1.</b> to [[unfold]], Luc.
}}
}}

Revision as of 19:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξείλλω Medium diacritics: ἐξείλλω Low diacritics: εξείλλω Capitals: ΕΞΕΙΛΛΩ
Transliteration A: exeíllō Transliteration B: exeillō Transliteration C: ekseillo Beta Code: e)cei/llw

English (LSJ)

A = ἐξειλέω, disentangle, τὰ ἴχνη, of hounds at a check, X. Cyn.6.15. 2 keep forcibly from, debar from, ἐάν τις ἐξείλλῃ τινὰ τῆς ἐργασίας D.37.35, cf. Sol.Oxy.221 xiv 13; αἰ δέ χ' ὑπὸ πολέμω ἐγϝηληθίωντι ( ἐξειληθῶσι) Tab.Heracl.1.152. 3 force a stone from the urethra, prob. in Gal.19.659 (ἐξιλεῶσαι 'relieve the patient', Kühn).—ἐξίλλω is a v.l.

German (Pape)

[Seite 875] s. ἐξειλέω u. vgl. ἐξίλλω.

French (Bailly abrégé)

chasser de, déposséder de, gén..
Étymologie: var. de ἐξίλλω ; ἐξ, εἴλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξείλλω: Dem. v.l. = ἐξίλλω 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξείλλω: καὶ ἐξειλέω, ἐκτυλίσσω, ἀνακαλύπτω τὰ ἴχνη, ἐπὶ θηρευτικῶν κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 15. 2) εἴργω, κωλύω τινὰ ἔκ τινος. ἐάν τις ἐξείλῃ τινὰ τῆς ἐργασίας Δημ. 976 ἐν τέλει, πρβλ. ἐξούλης δίκη. 3) ἐκβάλλω λίθον ἐκ τῆς οὐρήθρας. Γαλην. 4) ἐκφεύγω, ἐκεῖθεν ἐξειλήσας ἦλθον εἰς τήν.. Χάρυβδιν Ἰωάνν. Μαλαλ. σ. 121. 13· ― ἐξίλλω εἶναι διάφ. γραφ., ἴδε ἐν λ. εἴλω.

Greek Monolingual

ἐξείλλω (AM) είλλω
μσν.
ξεφεύγω, γλυτώνω
1. (για κυνηγετικά σκυλιά) ανακαλύπτω («ὑπὸ χαρᾱς καὶ μένους προϊᾱσιν ἐξείλλουσαι τὰ ἴχνη», Ξεν.)
2. εμποδίζω («ἐάν τις ἐξείλλῃ τινά τῆς ἐργασίας, ὑπόδικον ποιεῖ», Δημοσθ.)
3. βγάζω πέτρα από την ουρήθρα.

Greek Monotonic

ἐξείλλω:I. απαλλάσσω, ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω, σε Ξεν.
II. κρατώ με τη βία από, αποστερώ κάποιον από κάτι, τινά τινος, σε Δημ.

Middle Liddell


I. to disentangle, Xen.
II. to keep forcibly from, debar from, τινά τινος Dem.
B. e)ceile/w
1. to unfold, Luc.