ἐπίσκιος: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui fait ombre, qui cache, gén.;<br /><b>2</b> ombragé, obscurci, obscur (lieu, demeure, <i>etc.) ; fig.</i> [[βίος]] [[ἐπίσκιος]] PLUT vie retirée (<i>lat.</i> vita umbratilis).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκιά]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui fait ombre, qui cache, gén.;<br /><b>2</b> ombragé, obscurci, obscur (lieu, demeure, <i>etc.) ; fig.</i> [[βίος]] [[ἐπίσκιος]] PLUT vie retirée (<i>lat.</i> vita umbratilis).<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σκιά]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίσκιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[затененный]], [[тенистый]], [[темный]] ([[τόπος]] Plat., Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[осеняющий]], [[заслоняющий]] (ὀμμάτων ἐ. [[χείρ]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[уединенный]], [[безвестный]] ([[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[тайный]], [[скрытый]] (τῆς ἀληθείας οὐδὲν ἐπίσκιον Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίσκιος:''' -ον ([[σκιά]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σκιερός]], [[σκοτεινός]], αυτός που βρίσκεται σε [[σκιά]], σκιασμένος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επισκιάζει, με γεν., χεὶρὀμμάτων [[ἐπίσκιος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπίσκιος:''' -ον ([[σκιά]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σκιερός]], [[σκοτεινός]], αυτός που βρίσκεται σε [[σκιά]], σκιασμένος, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που επισκιάζει, με γεν., χεὶρὀμμάτων [[ἐπίσκιος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίσκιος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[затененный]], [[тенистый]], [[темный]] ([[τόπος]] Plat., Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[осеняющий]], [[заслоняющий]] (ὀμμάτων ἐ. [[χείρ]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[уединенный]], [[безвестный]] ([[βίος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[тайный]], [[скрытый]] (τῆς ἀληθείας οὐδὲν ἐπίσκιον Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 19:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίσκῐος Medium diacritics: ἐπίσκιος Low diacritics: επίσκιος Capitals: ΕΠΙΣΚΙΟΣ
Transliteration A: epískios Transliteration B: episkios Transliteration C: episkios Beta Code: e)pi/skios

English (LSJ)

ον, (σκιά) A shaded, dark, τόπος Pl.R.432c, Arist.HA569b10; οἴκημα Plu.Mar.39; ἀκτῖνες Arat.870: metaph., βίος ἐ. a retired life, Lat. vita umbratilis, opp.a public life, Plu.2.135b. II. Act., shading, c.gen., χεὶρ ὀμμάτων ἐπίσκιος S.OC1650. Adv.-ίως Poll.4.51.

German (Pape)

[Seite 979] (σκιά), 1) beschattend, ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ' ἀντέχοντα κρατός Soph. O. C. 1646, d. i. die Augen verdeckend. – 2) beschattet, schattig, dunkel, τόπος Plat. Rep. IV, 432 c; Arist. H. A. 6, 15 u. Sp.; βίος ἐπ. καὶ σχολαστὴς καὶ ἄφιλος Plut. de sanit. tu. p. 403, ein stilles, häusliches Leben.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui fait ombre, qui cache, gén.;
2 ombragé, obscurci, obscur (lieu, demeure, etc.) ; fig. βίος ἐπίσκιος PLUT vie retirée (lat. vita umbratilis).
Étymologie: ἐπί, σκιά.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίσκιος:
1) затененный, тенистый, темный (τόπος Plat., Arst., Plut.);
2) осеняющий, заслоняющий (ὀμμάτων ἐ. χείρ Soph.);
3) уединенный, безвестный (βίος Plut.);
4) тайный, скрытый (τῆς ἀληθείας οὐδὲν ἐπίσκιον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίσκιος: -ον, (σκιὰ) ἐσκιασμένος, ἔχων σκιὰν σκιερός, τόπος Πλάτ. Πολ. 432C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 6· οἴκημα Πλουτ. Μάρ. 39· μεταφ., βίος ἐπίσκιος, ὁ μακρὰν τῆς πολιτικῆς τύρβης, ἥσυχος, Λατ. vita umbratilis, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν δημόσιον βίον, ὁ αὐτ. 2. 135Β. ΙΙ. ἐνεργ., ἐπισκιάζων, μετὰ γεν., ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρ’ ἀντέχοντα κρατός, ἔχοντα τὴν χεῖρα πρὸ τῆς κεφαλῆς πρὸς ἐπισκίασιν τῶν ὀμμάτων, Σοφ. Ο. Κ. 1650. ― Ἐπίρρ. -ίως, ἐπιβούλως, ἐπισκίως, κρυψίνως, ὑπούλως Πολυδ. Δ΄, 51.

Greek Monolingual

ἐπίσκιος, -ον (Α)
1. σκιερός, σκοτεινόςτόπος... ἐπίσκιος», Πλάτ.)
2. αυτός που δεν ασχολείται με την πολιτική, ήσυχος («εἰς ἐπίσκιόν τινα βίον καὶ σχολαστὴν καὶ μονότροπον», Πλούτ.)
3. αυτός που επισκιάζει, που ρίχνει σκιά («ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῑρ’ ἀντέχοντα...», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -σκιος (< σκιά)].

Greek Monotonic

ἐπίσκιος: -ον (σκιά),
I. σκιερός, σκοτεινός, αυτός που βρίσκεται σε σκιά, σκιασμένος, σε Πλάτ.
II. Ενεργ., αυτός που επισκιάζει, με γεν., χεὶρὀμμάτων ἐπίσκιος, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐπί-σκιος, ον σκιά
I. shaded, dark, obscure, Plat.
II. act. shading, c. gen., χεὶρ ὀμμάτων ἐπίσκιος Soph.

English (Woodhouse)

shady, in shadow, in the shade

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)