ἐπιμόριος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0964.png Seite 964]] das Ganze u. einen Theil desselben enthaltend, um einen Theil größer, Nicom. arithm. 1, 19; [[λόγος]], das Zahlenverhältniß, worin die eine Zahl um einen bestimmten Theil größer ist als die andere, 3: 4, 8: 10, [[οὔτε]] γὰρ ἐπιμόριοι [[οὔτε]] πολλαπλάσιοι, Arist. probl. 19, 41. – Adv. ἐπιμορίως, Nicom. arithm. 2, 20. Vgl. [[ἐπιμερής]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0964.png Seite 964]] das Ganze u. einen Theil desselben enthaltend, um einen Theil größer, Nicom. arithm. 1, 19; [[λόγος]], das Zahlenverhältniß, worin die eine Zahl um einen bestimmten Theil größer ist als die andere, 3: 4, 8: 10, [[οὔτε]] γὰρ ἐπιμόριοι [[οὔτε]] πολλαπλάσιοι, Arist. probl. 19, 41. – Adv. ἐπιμορίως, Nicom. arithm. 2, 20. Vgl. [[ἐπιμερής]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμόριος:''' [[содержащий целое и дробь с единицей в числителе]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἐπιμόριος]], -ον)<br />[[αριθμός]] που περιέχει ένα ακέραιο [[κλάσμα]] με αριθμητή τη [[μονάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -[[μόριος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μόρος]] «[[κομμάτι]] [γης]»), τ. που με τη [[σημασία]] αυτή απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[πολλοστημόριος]], [[τριτημόριος]])].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἐπιμόριος]], -ον)<br />[[αριθμός]] που περιέχει ένα ακέραιο [[κλάσμα]] με αριθμητή τη [[μονάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -[[μόριος]] (<span style="color: red;"><</span> [[μόρος]] «[[κομμάτι]] [γης]»), τ. που με τη [[σημασία]] αυτή απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[πολλοστημόριος]], [[τριτημόριος]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιμόριος:''' [[содержащий целое и дробь с единицей в числителе]] Arst.
}}
}}

Revision as of 19:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμόρῐος Medium diacritics: ἐπιμόριος Low diacritics: επιμόριος Capitals: ΕΠΙΜΟΡΙΟΣ
Transliteration A: epimórios Transliteration B: epimorios Transliteration C: epimorios Beta Code: e)pimo/rios

English (LSJ)

ον, (μόριον) containing a whole + a fraction with 1 for its numerator (1+1/x), superparticular, ἐ. [ἀριθμοί] Arist.Pr. 921b5; λόγοι Ph.2.183 (v.l. for ὑποεπιμερῶν), Plu.in Hes.59; of the rhythm of the pulse, Gal.8.516; also ἐπιμόριον, τό, Arist.Metaph. 1021a2. Adv. -ίως Nicom.Ar.2.20; opp. ἐπιμερής (q.v.), ib.1.20; τῶν ἀριθμῶν οἱ μὲν ἐν πολλαπλασίῳ λόγῳ λέγονται, οἱ δὲ ἐν ἐπιμορίῳ, οἱ δὲ ἐν ἐπιμερεῖ Euc.Sect.Can.Praef., cf. Theo Sm.p.76H.

German (Pape)

[Seite 964] das Ganze u. einen Theil desselben enthaltend, um einen Theil größer, Nicom. arithm. 1, 19; λόγος, das Zahlenverhältniß, worin die eine Zahl um einen bestimmten Theil größer ist als die andere, 3: 4, 8: 10, οὔτε γὰρ ἐπιμόριοι οὔτε πολλαπλάσιοι, Arist. probl. 19, 41. – Adv. ἐπιμορίως, Nicom. arithm. 2, 20. Vgl. ἐπιμερής.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμόριος: содержащий целое и дробь с единицей в числителе Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμόριος: -ον, (μόριον) περιέχων τὸ ὅλον καὶ κλάσμα ἔχον ὡς ἀριθμητὴν τὴν μονάδα, 1+1/χ: ἐπ. λόγος, ὁ λόγος καθ’ ὃν ἀριθμός τις περιέχει ἕτερον καὶ κλάσμα τι αὐτοῦ, Ἀριστ. Προβλ. 19. 41· ὡσαύτως, ἐπιμόριον, τό, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 3· πρβλ. ἐπίτριτος. ― Ἐπίρρ. -ίως, Νικομ. Ἀριθμ. 2. 20· ― περὶ ἰδιαιτέρων παραδειγμάτων ἴδε ἐπίτριτος, ἐπιτέταρτος. ― Ἂν δὲ ὁ ἀριθμητὴς συμβῇ νὰ εἶναι μείζων τῆς μονάδος, οἷον 1+2/χ, 1+3/χ, κλ. ὁ λόγος καλεῖται ἐπιμερὴς λόγος, Νικόμ., Ἰάμβλ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐπιμόριος, -ον)
αριθμός που περιέχει ένα ακέραιο κλάσμα με αριθμητή τη μονάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -μόριος (< μόρος «κομμάτι [γης]»), τ. που με τη σημασία αυτή απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. πολλοστημόριος, τριτημόριος)].