ἐπισμυγερός: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ά, όν :<br />lamentable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σμυγερός]].
|btext=ά, όν :<br />lamentable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σμυγερός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισμῠγερός:''' [[горестный]], [[мучительный]], [[страшный]] (Ἀχλύς Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπισμῠγερός:''' -ά, -όν, [[σκυθρωπός]], [[οικτρός]], [[ελεεινός]], σε Ησίοδ.· επίρρ., <i>ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν</i>, οδυνηρά το πλήρωσε, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται</i>, ταξιδεύει [[ιδία]] [[δαπάνη]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἐπισμῠγερός:''' -ά, -όν, [[σκυθρωπός]], [[οικτρός]], [[ελεεινός]], σε Ησίοδ.· επίρρ., <i>ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν</i>, οδυνηρά το πλήρωσε, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται</i>, ταξιδεύει [[ιδία]] [[δαπάνη]], στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπισμῠγερός:''' [[горестный]], [[мучительный]], [[страшный]] (Ἀχλύς Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπι-σμῠγερός, ή, όν<br />[[gloomy]], Hes.:—adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν [[sadly]] did he pay for it, Od.; ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται to his [[cost]] doth he [[sail]], Od.
|mdlsjtxt=ἐπι-σμῠγερός, ή, όν<br />[[gloomy]], Hes.:—adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν [[sadly]] did he pay for it, Od.; ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται to his [[cost]] doth he [[sail]], Od.
}}
}}

Revision as of 19:49, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισμῠγερός Medium diacritics: ἐπισμυγερός Low diacritics: επισμυγερός Capitals: ΕΠΙΣΜΥΓΕΡΟΣ
Transliteration A: epismygerós Transliteration B: epismygeros Transliteration C: epismygeros Beta Code: e)pismugero/s

English (LSJ)

ή, όν, gloomy, sad, Ἀχλύς Hes.Sc.264; αἶσα A.R. 4.1065.—Hom. has only the Adv. -ρῶς, ἀπέτεισεν sadly did he pay for it, Od.3.195; ἐ. ναυτίλλεται at his peril, to his misfortune doth he sail, 4.672, cf.A.R.1.616.

German (Pape)

[Seite 980] schmählich, schrecklich, jämmerlich, ἀχλύς Hes. Sc. 264; αἶσα Ap. Rh. 4, 1065. – Adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν, schmählich büßte er, Od. 3, 194; ναυτίλλεται 4, 672; öfter bei Ap. Rh.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
lamentable.
Étymologie: ἐπί, σμυγερός.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισμῠγερός: горестный, мучительный, страшный (Ἀχλύς Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισμῠγερός: -ά, -όν, οἰκτρός, ἐλεεινός, πὰρ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει, ἐπισμυγερὴ καὶ αἰνὴ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 264· αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1065. ― Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν,. οἰκτρῶς, ὀδυνηρῶς ἐπλήρωσεν, Ὀδ. Γ. 195· ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἐαυτοῦ, ἐπιπόνως» (Σχολιαστ.), «ἀθλίως, χαλεπῶς… παρέλκει δὲ ἡ ἐπὶ» (ὁ αὐτ.). Δ. 672.

Greek Monolingual

ἐπισμυγερός, -ά, -όν (Α)
οικτρός, ελεεινός (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», Ησίοδ.
β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμυγερός «οδυνηρός, λυπηρός»].

Greek Monotonic

ἐπισμῠγερός: -ά, -όν, σκυθρωπός, οικτρός, ελεεινός, σε Ησίοδ.· επίρρ., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν, οδυνηρά το πλήρωσε, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται, ταξιδεύει ιδία δαπάνη, στο ίδ.

Middle Liddell

ἐπι-σμῠγερός, ή, όν
gloomy, Hes.:—adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν sadly did he pay for it, Od.; ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται to his cost doth he sail, Od.