ἐρωτομανία: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />folle passion.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρως]], [[μαίνομαι]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />folle passion.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρως]], [[μαίνομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρωτομᾰνία:''' ἡ Plut. = [[ἐρωμανία]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ερωμανία]], η (AM [[ἐρωτομανία]] και [[ἐρωμανία]]) [[ερωτομανής]]<br />[[μανία]] ερωτική, [[σφοδρός]] [[έρωτας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />παραληρητική [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία το [[άτομο]] που πάσχει κατέχεται από ακατανίκητο, [[συνήθως]] πλατωνικό, έρωτα [[προς]] απρόσιτο [[άτομο]] του άλλου φύλου ή νομίζει ότι αγαπιέται από εκείνο. | |mltxt=και [[ερωμανία]], η (AM [[ἐρωτομανία]] και [[ἐρωμανία]]) [[ερωτομανής]]<br />[[μανία]] ερωτική, [[σφοδρός]] [[έρωτας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />παραληρητική [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία το [[άτομο]] που πάσχει κατέχεται από ακατανίκητο, [[συνήθως]] πλατωνικό, έρωτα [[προς]] απρόσιτο [[άτομο]] του άλλου φύλου ή νομίζει ότι αγαπιέται από εκείνο. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ,=ἐρωμανία, raving love, Plu.2.451f.
German (Pape)
[Seite 1041] ἡ, rasende Liebe, Plut. virt. mor. 12. Vgl. ἐρωμανία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
folle passion.
Étymologie: ἔρως, μαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐρωτομᾰνία: ἡ Plut. = ἐρωμανία.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωτομᾰνία: ἡ, =ἐρωμανία, ἐμμανὴς ἔρως, Πλούτ. 2. 451Ε.
Greek Monolingual
και ερωμανία, η (AM ἐρωτομανία και ἐρωμανία) ερωτομανής
μανία ερωτική, σφοδρός έρωτας
νεοελλ.
παραληρητική κατάσταση κατά την οποία το άτομο που πάσχει κατέχεται από ακατανίκητο, συνήθως πλατωνικό, έρωτα προς απρόσιτο άτομο του άλλου φύλου ή νομίζει ότι αγαπιέται από εκείνο.