Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἔμπολις: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />habitant, habitante d’une cité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πόλις]].
|btext=εως (ὁ, ἡ)<br />habitant, habitante d’une cité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πόλις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμπολις:''' εως ὁ согражданин (τινι Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔμπολις:''' -εως, ὁ, ἡ (ἐν), αυτός που βρίσκεται στην πόλη· <i>ὁ ἐμπ. τινι</i>, ο [[συμπολίτης]] κάποιου, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἔμπολις:''' -εως, ὁ, ἡ (ἐν), αυτός που βρίσκεται στην πόλη· <i>ὁ ἐμπ. τινι</i>, ο [[συμπολίτης]] κάποιου, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔμπολις:''' εως ὁ согражданин (τινι Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:12, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμπολις Medium diacritics: ἔμπολις Low diacritics: έμπολις Capitals: ΕΜΠΟΛΙΣ
Transliteration A: émpolis Transliteration B: empolis Transliteration C: empolis Beta Code: e)/mpolis

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ, belonging to the city or state, = ἀστός, Eup.137; ὁ ἔ. τινι one's fellow-citizen, S.OC1156, prob. for ἔμπαλιν in ib. 637.

Spanish (DGE)

-εως, ὁ, ἡ
habitante de una ciudad, ciudadano Eup.492, S.OC 637 (ap. crít.), cf. Hsch.
c. dat. habitante de la misma ciudad, conciudadano ἄνδρα, σοὶ ... ἔμπολιν οὐκ ὄντα S.OC 1156.

German (Pape)

[Seite 816] εως, in der Stadt eingebürgert, Soph. O. C. 1158; nach Poll. 9, 27 = ἀστός bei Eupol.

French (Bailly abrégé)

εως (ὁ, ἡ)
habitant, habitante d’une cité.
Étymologie: ἐν, πόλις.

Russian (Dvoretsky)

ἔμπολις: εως ὁ согражданин (τινι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἔμπολις: -εως, ὁ, ἡ, ὁ ἐν τῇ πόλει ἢ τῇ πολιτείᾳ: ὁ ἔμπολίς τινι, ὁ συμπολίτης τινός, Σοφ. Ο. Κ. 1156˙ οὕτω καὶ ὁ Musgr. ἐν Ο. Κ. 637, ἀντὶ τοῦ ἔμπαλιν τῶν χειρογρ., ὅπερ βεβαίως εἶναι πλημμελής γραφή˙ τὴν διόρθωσιν τοῦ Musgr. παρεδέξαντο οἱ ἄριστοι τῶν κριτικῶν, ἐν οἷς καὶ ὁ Jebb· ὁ Meineke προέτεινεν: ἔμπα νιν.

Greek Monolingual

ἔμπολις, ο, η (Α)
1. αυτός που ανήκει στην πόλη, στην πολιτεία, ο αστός
2. συμπολίτης («σοὶ μὲν ἔμπολιν οὐκ ὄντα», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἔμπολις: -εως, ὁ, ἡ (ἐν), αυτός που βρίσκεται στην πόλη· ὁ ἐμπ. τινι, ο συμπολίτης κάποιου, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἔμ-πολις, εως n [ἐν]
in the city or state: ὁ ἔμπ. τινι one's fellow-citizen, Soph.

English (Woodhouse)

fellow-citizen

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)