ἡμίσεια: Difference between revisions

From LSJ

κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ἥμισυς]].
|btext=v. [[ἥμισυς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμίσεια:''' ἡ (sc. [[μοῖρα]]) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡμίσεια:''' ἡ, [[ἡμίσεον]], τό, βλ. [[ἥμισυς]].
|lsmtext='''ἡμίσεια:''' ἡ, [[ἡμίσεον]], τό, βλ. [[ἥμισυς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡμίσεια:''' ἡ (sc. [[μοῖρα]]) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡμίσεια]], ἡ, [v. sub [[ἥμισυς]].]
|mdlsjtxt=[[ἡμίσεια]], ἡ, [v. sub [[ἥμισυς]].]
}}
}}

Revision as of 20:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίσεια Medium diacritics: ἡμίσεια Low diacritics: ημίσεια Capitals: ΗΜΙΣΕΙΑ
Transliteration A: hēmíseia Transliteration B: hēmiseia Transliteration C: imiseia Beta Code: h(mi/seia

English (LSJ)

ἡ, ἡμίσεον, τό, ἡμίσεος, ἥμισος, v. ἥμισυς.

German (Pape)

[Seite 1170] ἡ, s. ἥμισυς.

French (Bailly abrégé)

v. ἥμισυς.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίσεια: ἡ (sc. μοῖρα) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, ἴδε ἐν λ. ἥμισυς.

Greek Monolingual

η
βλ. ήμισυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του επιθ. ήμισυς].

Greek Monotonic

ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, βλ. ἥμισυς.

Middle Liddell

ἡμίσεια, ἡ, [v. sub ἥμισυς.]