ἰοστέφανος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />couronné de violettes.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[στέφανος]].
|btext=ος, ον :<br />couronné de violettes.<br />'''Étymologie:''' [[ἴον]], [[στέφανος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰοστέφᾰνος:''' [[увенчанный фиалками]], [[в венке из фиалок]] ([[Ἀφροδίτη]] HH; [[Κύπρις]] [[Solon]] ap. Plut.; [[Ἀθῆναι]] Pind., Arph.; Χάριτες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰοστέφᾰνος:''' -ον, αυτός που [[φορά]] [[στεφάνι]] από μενεξέδες, σε Ομηρ. Ύμν., Σόλωνα κ.λπ.
|lsmtext='''ἰοστέφᾰνος:''' -ον, αυτός που [[φορά]] [[στεφάνι]] από μενεξέδες, σε Ομηρ. Ύμν., Σόλωνα κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰοστέφᾰνος:''' [[увенчанный фиалками]], [[в венке из фиалок]] ([[Ἀφροδίτη]] HH; [[Κύπρις]] [[Solon]] ap. Plut.; [[Ἀθῆναι]] Pind., Arph.; Χάριτες Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοστέφᾰνος Medium diacritics: ἰοστέφανος Low diacritics: ιοστέφανος Capitals: ΙΟΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: iostéphanos Transliteration B: iostephanos Transliteration C: iostefanos Beta Code: i)oste/fanos

English (LSJ)

ον, violet-crowned, epithet of Aphrodite, h.Hom.6.18, Sol.19.4; of the Muses, Thgn.250; especially of Athens, Pi.Fr.76, cf. B.5.3, Ar.Ach.637, Eq.1323.

German (Pape)

[Seite 1256] dasselbe; Aphrodite, H. h. 5, 18, wie Sol. bei Plut. Sol. 26; Musen, Theogn. 250; Ἀθῆναι, Pind. trg. 46; Ar. Equ. 1334 Ach. 645.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couronné de violettes.
Étymologie: ἴον, στέφανος.

Russian (Dvoretsky)

ἰοστέφᾰνος: увенчанный фиалками, в венке из фиалок (Ἀφροδίτη HH; Κύπρις Solon ap. Plut.; Ἀθῆναι Pind., Arph.; Χάριτες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰοστέφᾰνος: -ον, φορῶν στέμμα ἐξ ἴων, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 5. 18, Σόλων 11. 4˙ τῶν Μουσῶν, Θέογν. 250˙ τῶν Χαρίτων, Ἀνθ. Π. 8. 127˙ ἰδίως τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 46, πρβλ. πρὸ πάντων Ἀριστοφ. Ἀχ. 637, Ἱππ. 1323.

English (Slater)

ῐοστέφᾰνος, -ον crowned with violets met. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰοστέφανος, -ον)
τόπος ή πράγμα που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά της Αττικής» β. «ιοστέφανα άνθη», Παλαμ.
γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», Αριστοφ.)
αρχ.
(ποιητ. κοσμητ. επίθ. της Αφροδίτης, τών Μουσών κ.λπ.) στεφανωμένος με ία, ιοστεφής («ὑμᾱς... ἰοστεφάνους ἐκάλουν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στέφανος (< στέφανος < στέφω), πρβλ. αλι-στέ-φανος, χρυσο-στέφανος.

Greek Monotonic

ἰοστέφᾰνος: -ον, αυτός που φορά στεφάνι από μενεξέδες, σε Ομηρ. Ύμν., Σόλωνα κ.λπ.

Middle Liddell

ἰο-στέφᾰνος, ον
violet-crowned, Hhymn., Solon., etc.

English (Woodhouse)

crowned with violets

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)