Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὄνησις: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />utilité, avantage, jouissance : ὄνησιν [[ἑλέσθαι]] τινός ESCHL jouir de qqn <i>ou</i> de qch ; [[εὑρεῖν]] [[ἀπό]] τινος SOPH retirer un profit de qqn ; <i>abs.</i> ὄνησιν ἔχειν EUR avoir un avantage en soi, <i>càd</i> procurer un profit ; ὄνησιν φέρειν DÉM rapporter un profit.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνίνημι]].
|btext=εως (ἡ) :<br />utilité, avantage, jouissance : ὄνησιν [[ἑλέσθαι]] τινός ESCHL jouir de qqn <i>ou</i> de qch ; [[εὑρεῖν]] [[ἀπό]] τινος SOPH retirer un profit de qqn ; <i>abs.</i> ὄνησιν ἔχειν EUR avoir un avantage en soi, <i>càd</i> procurer un profit ; ὄνησιν φέρειν DÉM rapporter un profit.<br />'''Étymologie:''' [[ὀνίνημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὄνησις:''' дор. [[ὄνασις|ὄνᾱσις]], εως ἡ польза, выгода, благо: ὄνησιν ἔχειν Eur. приносить пользу; ὄνησιν ἔχειν (или ὑπολαμβάνειν) τινός Plat. извлекать пользу из чего-л.; ὄνησιν [[εὑρεῖν]] [[ἀπό]] τινος Soph. найти помощь в ком-л.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄνησις:''' Δωρ. ὄνᾱσις, -εως, ἡ ([[ὀνίνημι]]), [[χρησιμότητα]], [[ωφέλεια]], [[πλεονέκτημα]], [[απόλαυση]], [[ευτυχία]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· με γεν. πράγμ., [[απόλαυση]] ενός αγαθού, [[ωφέλεια]] ή [[τέρψη]] απ' αυτό, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, ὄνησιν [[εὑρεῖν]] ἀπό τινος, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὄνησις:''' Δωρ. ὄνᾱσις, -εως, ἡ ([[ὀνίνημι]]), [[χρησιμότητα]], [[ωφέλεια]], [[πλεονέκτημα]], [[απόλαυση]], [[ευτυχία]], σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· με γεν. πράγμ., [[απόλαυση]] ενός αγαθού, [[ωφέλεια]] ή [[τέρψη]] απ' αυτό, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, ὄνησιν [[εὑρεῖν]] ἀπό τινος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄνησις:''' дор. [[ὄνασις|ὄνᾱσις]], εως ἡ польза, выгода, благо: ὄνησιν ἔχειν Eur. приносить пользу; ὄνησιν ἔχειν (или ὑπολαμβάνειν) τινός Plat. извлекать пользу из чего-л.; ὄνησιν [[εὑρεῖν]] [[ἀπό]] τινος Soph. найти помощь в ком-л.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:51, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄνησις Medium diacritics: ὄνησις Low diacritics: όνησις Capitals: ΟΝΗΣΙΣ
Transliteration A: ónēsis Transliteration B: onēsis Transliteration C: onisis Beta Code: o)/nhsis

English (LSJ)

εως, Dor., etc. ὄνασις, ιος, ἡ, (ὀνίνημι) use, profit, advantage, Od.21.402; ὄ. τισί [ἐστί] τι S.Ant.616 (lyr.); ἐπ' ὄνασιν ἐμοί for a delight to me, Alc.46 (v.l. ἐπόνασιν); εἰς ὄ. ἀνθρώπων S.Aj.400 (lyr.); ὄνησιν ἔχειν bring advantage, E.Med.618, etc. : c. gen., enjoyment of a thing, profit or delight from it, A.Ag.350, E.Hec.1231; ὄνησιν ἔχειν τινός Pl.Sph.230d; ἀπὸ [τῶν βιβλίων] ὄ. ἕξεις POxy.531.12 (ii A. D.); ὄ. εὑρεῖν ἀπό τινος S.El.1061 (lyr.); οὐδέ σφιν ἀρχῆς τῆσδε . . ὄ. ἥξει Id.OC452; γένοιτό σοι τέκνων ὄ. Philem.156, cf. SIG526.40 (Itanos, iii B. C.); βίου ὄ. Herod.7.34; φέρειν ὄ. ἀστοῖς S.OC288; τί γὰρ ἡ σὴ δεινότης εἰς ὄ. ἥκει τῇ πατρίδι; D.18.242; φορᾶς ὄ., as etym. of φρόνησις, Pl.Cra.411d.

German (Pape)

[Seite 346] ἡ, das Nützen, der Vortheil, Genuß; Od. 21, 402; πολλῶν γὰρ ἐσθλῶν τὴν ὄνησιν εἱλόμην, Aesch. Ag. 341; φέρων ὄνησιν ἀστοῖς τοῖς δε, Soph. O. C. 289; οὔτε σφιν ἀρχῆς τῆσδε ὄνησις ἥξει, 453; Ai. 394; χρυσοῦ ὄνησις οἴχεται, Eur. Hec. 1231; κακοῦ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει, Med. 618, Nutzen haben, gewähren, vgl. Bacch. 473; ὄνησιν ἔχειν τινός, Nutzen von Etwas haben, Plat. Soph. 230 c; Dem. u. A.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
utilité, avantage, jouissance : ὄνησιν ἑλέσθαι τινός ESCHL jouir de qqn ou de qch ; εὑρεῖν ἀπό τινος SOPH retirer un profit de qqn ; abs. ὄνησιν ἔχειν EUR avoir un avantage en soi, càd procurer un profit ; ὄνησιν φέρειν DÉM rapporter un profit.
Étymologie: ὀνίνημι.

Russian (Dvoretsky)

ὄνησις: дор. ὄνᾱσις, εως ἡ польза, выгода, благо: ὄνησιν ἔχειν Eur. приносить пользу; ὄνησιν ἔχειν (или ὑπολαμβάνειν) τινός Plat. извлекать пользу из чего-л.; ὄνησιν εὑρεῖν ἀπό τινος Soph. найти помощь в ком-л.

Greek (Liddell-Scott)

ὄνησις: Δωρ. ὄνᾱσις, εως, ἡ, (ὀνίνημι) ὠφέλεια, κέρδος, χρησιμότης, ἀπόλαυσις, εὐτυχία, Ὀδ. Φ. 402· ὄν. ἐστί τι Σοφ. Ἀντ. 616· ἐπ’ ὄνασιν ἐμοί, πρὸς χαρὰν καὶ εὐτυχίαν μου, Ποιητὴς παρ’ Ἡφαιστ. σελ. 41· εἰς ὄν. ἀνθρώπων Σοφ. Αἴ. 400· ― μετὰ γενικῆς, ὄνησιν ἔχειν τινός, Εὐριπ. Μήδ. 618, κτλ.· ― ἀπόλαυσις πράγματός τινος, κέρδος ἢ χαρὰ ἐξ αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 350, Εὐρ. Ἑκ. 1231· ὄνησιν ἔχειν ἢ ὑπολαμβάνειν τινὸς Πλάτ. Σοφιστ. 230C, Κρατ. 411D· ὄν. εὑρεῖν ἀπό τινος Σοφ. Ἠλ. 1061· οὐδέ σφιν ἀρχῆς τῆσδ’ ... ὄνησις ἥξει ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 452· γένοιτό σοι τέκνων ὄν. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 64· φέρειν ὄν. τινι Σοφ. Ο. Κ. 288· τί γὰρ ἡ σὴ δεινότης εἰς ὄνησιν ἥκει τῇ πατρίδι; Δημ. 307. 27.

English (Autenrieth)

(ὀνίνημι): benefit, luck, prosperity, Od. 21.402†.

Greek Monotonic

ὄνησις: Δωρ. ὄνᾱσις, -εως, ἡ (ὀνίνημι), χρησιμότητα, ωφέλεια, πλεονέκτημα, απόλαυση, ευτυχία, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.· με γεν. πράγμ., απόλαυση ενός αγαθού, ωφέλεια ή τέρψη απ' αυτό, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, ὄνησιν εὑρεῖν ἀπό τινος, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὄνησις, δοριξ ὄνᾱσις, εως, ὀνίνημι
use, profit, advantage, good luck, Od., Soph.:—c. gen. rei, enjoyment of a thing, profit or delight from it, Aesch., etc.; so, ὄν. εὑρεῖν ἀπό τινος Soph.

English (Woodhouse)

advantage, benefit, profit

⇢ Look up "ὄνησις" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)