ὑπειδόμην: Difference between revisions

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.2 Moy. de</i> [[ὑφοράω]].
|btext=<i>ao.2 Moy. de</i> [[ὑφοράω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπειδόμην:''' aor. 2 med. к [[ὑφοράω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπειδόμην:''' Μέσ. αόρ. βʹ, απαρ. <i>-ιδέσθαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βλέπω]], [[παρατηρώ]] από [[κάτω]], [[κοιτάζω]], [[ατενίζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[δυσπιστώ]], [[υποπτεύομαι]], στον ίδ.· το [[ὑφοράω]] χρησιμ. ως ενεστ.
|lsmtext='''ὑπειδόμην:''' Μέσ. αόρ. βʹ, απαρ. <i>-ιδέσθαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[βλέπω]], [[παρατηρώ]] από [[κάτω]], [[κοιτάζω]], [[ατενίζω]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[δυσπιστώ]], [[υποπτεύομαι]], στον ίδ.· το [[ὑφοράω]] χρησιμ. ως ενεστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπειδόμην:''' aor. 2 med. к [[ὑφοράω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[aor2 mid.] inf. -ιδέσθαι<br /><b class="num">I.</b> to [[view]] from [[below]], to [[behold]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to [[mistrust]], [[suspect]], Eur.:— [[ὑφοράω]] is used as pres.
|mdlsjtxt=[aor2 mid.] inf. -ιδέσθαι<br /><b class="num">I.</b> to [[view]] from [[below]], to [[behold]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> metaph. to [[mistrust]], [[suspect]], Eur.:— [[ὑφοράω]] is used as pres.
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπειδόμην Medium diacritics: ὑπειδόμην Low diacritics: υπειδόμην Capitals: ΥΠΕΙΔΟΜΗΝ
Transliteration A: hypeidómēn Transliteration B: hypeidomēn Transliteration C: ypeidomin Beta Code: u(peido/mhn

English (LSJ)

aor. Med. (inf. ὑπιδέσθαι, part. ὑπιδόμενος, in codd. freq. written ὑπείδεσθαι, -ειδόμενος, as if from a pres. ὑπείδομαι, which is found in late Gr., v. infr. III):—A view from below, behold, E. Supp.694; of a prophetic vision, τὴν τύχην θ' ὑπειδόμην τὴν σήν, ἃ πείσῃ τ' . . Id.Hyps.Fr.60.37. II metaph., mistrust, suspect, Id.Ion1023, Plb.1.66.6, etc. 2 perceive, detect, ὡς . . Dam.Pr. 429. III seem, ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῖν which he appears to mean, ib.345.

French (Bailly abrégé)

ao.2 Moy. de ὑφοράω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπειδόμην: aor. 2 med. к ὑφοράω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπειδόμην: μέσ. ἀόρ. (ἀπαρ. ὑπιδέσθαι, μετοχ. ὑπιδόμενος, ἐν τοῖς ἀντιγράφοις συχνάκις φέρεται ὑπείδεσθαι, -ειδόμενος, ὡς ἐξ ἐνεστ. ὑπείδομαι, ὅστις δέν εὑρίσκεται)· - θεωρῶ κάτωθεν, θεωρῶ, παρατηρῶ, Εὐρ. Ἱκέτ. 694. ΙΙ. μεταφορ., ὑποπτεύω, δυσπιστῶ, Λατ. suspicari, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1023, Πολύβ. 1. 66, 6, κλπ.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. ανακαλύπτω
2. νομίζω, μού φαίνεται, μού δίνεται η εντύπωση («ὃ ὑπείδεταί πως εἰπεῖν», Δαμάσκ.)
αρχ.
1. παρατηρώ, κοιτάζω προς τα κάτω
2. μτφ. θεωρώ κάποιον ύποπτο, υποψιάζομαι κάποιον («τὸ μὲν πρῶτον ὑπιδόμενοι τὸν ὄχλον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + εἶδον / εἰδόμην. Ο τ. αποτελεί αόρ. του ρ. ὑφορῶ].

Greek Monotonic

ὑπειδόμην: Μέσ. αόρ. βʹ, απαρ. -ιδέσθαι,
I. βλέπω, παρατηρώ από κάτω, κοιτάζω, ατενίζω, σε Ευρ.
II. μεταφ., δυσπιστώ, υποπτεύομαι, στον ίδ.· το ὑφοράω χρησιμ. ως ενεστ.

Middle Liddell

[aor2 mid.] inf. -ιδέσθαι
I. to view from below, to behold, Eur.
II. metaph. to mistrust, suspect, Eur.:— ὑφοράω is used as pres.